ΑιΩνια
ερωτευμΕνος με τα ΣελΗνια – α΄ μέρος
- Από τα χειρόγραφα του
Χατζηγεώργη -
Η μάνα, μας πήγαινε –εμένα από
τριών μηνών κύημα- κάθε καλοκαίρι στα Σελήνια, που είχανε όπως έλεγε, μαζί με
την Άνδρο, μηδέν σχετική υγρασία, να γίνουμε γερά παιδιά, και γίναμε να ’ναι
ευλογημένη, 90 με 120 μπάνια ήμασταν ταύροι, ποτέ κρυολόγημα, ούτε και συναφή, χωρίς
ηλεκτρικό τότε, πολύ ωραία τα γρι-γρι το βράδυ με τα φωτάκια τους, αριστερά το
κόκκινο και δεξιά το πράσινο και ψηλά τα μύρια αστέρια τρεμοσβήνανε, τι θόλος,
τι ουράνια έλξη, τι ανείπωτη σιωπηλή χαρά…
Απ’ το πρωί πέντε μαυρισμένα
αγοράκια κι από πάνω ν’ ασπρίζει στρώμα το αλάτι, πότε άλλωστε να κάνουμε ντους
– συνέχεια οκτώ ώρες στο νερό, μπορεί και δέκα, ίσως και δεκατέσσερις, ποιος κρατάει
ρολόι στον παράδεισο!...
Πεταλίδες, πίνες, όστρακα,
καβουράκια, άιντε και λίγο λεμόνι από πάνω να μοιάζει ακριβό μενού.
Είχαμε χάσει όλα τα παιδιά τον
νου και λειτουργούσαμε μόνο με την καρδιά, βαρκούλες κόκκινες μπλε μα κυρίως
άσπρες, σχοινιά, καμάκια, ησυχία ολόγυρα ίσαμε που άκουγες.
Παιδικές φωνές πότε-πότε, χωρίς
σημασία τι λέγανε και παφλασμός στο κυματάκι από καμιά άγκυρα και από πέρα ο
μανάβης ντελαλούσε κρατώντας το δεξί χέρι πτερύγιο μπροστά από το αυτί του,
έκανε λέει καλύτερο αντηχείο στις ψηλές πιο πολύ συχνότητες, έτσι να φτάνει στις
νοικοκυρές ευκολότερα.
Στην αρχή το γαϊδουράκι με 2
κοφίνια ένθεν και ένθεν, όταν αργότερα με το κατά δύναμιν μπόρεσε και πήρε αλογάκι
και κάρο, έβαζε στο μόνιππο 7-8 κοφίνια και μ’ άρπαζε με πολλή αγάπη ο κυρ Γιώργης
ο Γκιόκας και αφού με φιλούσε στο κεφαλάκι μ’ έβαζε μες στα πεπόνια λέει, να με
πουλήσει και μένα.
Τι όμορφο αληθινό παχύ άρωμα που
πληρούσε τον εγκέφαλο - φυσική ομορφιά μυρωδιά, τι εμπειρία Παναγιά μου, ωραία…
Κι αργότερα παίρνει αυτός και αγοράζει
τρίκυκλη βαριά μοτοσυκλέτα, βρουμ βρουμ τον άκουγες κι ερχότανε…
- Κυρ' Αμαλία (η μάνα μου), τι κάνουν
τα παιδιά σου, τι κάνει ο Γιωργάκης που ’ναι και η αδυναμία μου; Φέρ’ τον να τον φιλέψω ένα γιαρμά
(μέσα μιλάμε στην θεϊκή μυρωδιά).
Ε, αργότερα πια που μεγαλώσαμε, είχε
πάρει ένα μπλε φορτηγάκι και είχε άλλο ηχόχρωμα η όλη διαδικασία…
Και οι κότες και τ’ αυγάααααα..., να ήρθε ο κοτάς με τις πολλές ζωντανές του κότες και πάμπολλα αυγά φρεσκότατα, να κάνεις χτυπητό αυγό με ζάχαρη και άλλοτε με κακάο, τρελαινόσουν εξαιρετικά κι ο ψαράς με το πανέρι πάνω στο κεφάλι του και τον κουβά στο χέρι, μας έφερνε όλη τη θάλασσα, γυαλιστερά ολοζώντανα ψαράκια χρωματιστά σ’ όλα τα χρώματα…
Σπάνια, όταν κανένα απογευματάκι αποκάμναμε
από το πολύ παιχνίδι και τα τριγυρίσματα και τις βόλτες και μέναμε να χαζεύουμε
το κύμα, να σου ένα χελιδονόψαρο, άνοιγε τα μαγικά φτερά που κρατούσε κρυμμένα
στις μασχάλες του και με πολύ κέφι και τόλμη έβγαινε από το γυαλιστερό γιαλό, έτσι
να επισκεφτεί τον κόσμο μας, να το ιδούμε, να το καμαρώσουμε και να χαρεί κι αυτό με την σπουδαία,
πέρα από τη φύση του πτήση, το καλό μου…
Λένε αυτοί που ασχολούνται, πως ο
συνδετικός κρίκος μεταξύ ψαριού και πουλιού είναι το διοξείδιο του πυριτίου,
που το ’χουνε και τα λέπια και τα πούπουλα, άσε που και οι τρίχες της κεφαλής
μας κι αυτές έχουνε διοξείδιο του πυριτίου…
Το λέει και το θρησκευτικό βιβλίο,
στην αρχή γίνανε τα ψάρια μετά τα αμφίβια, τα πουλιά κλπ κλπ, τι ωραία να είναι
τόσο ευφυής η ζωή κι έτσι να εξελίσσεται και να εγκλιματίζεται συνεχώς ανάλογα
με το περιβάλλον…
Και να προσαρμόζονται τα είδη και
να επιβιώνουν παντού, αρμονία, σοφία, ομορφιά και θεία οικονομία!
Να και το κανό, ένα ίσιο σχεδόν ξύλο που ’μοιαζε με βάρκα και πάνω του ένα δυο αγόρια με περίεργα κουπιά ξενόφερτα…
Να και ο Νώντας (Επαμεινώντας) ο Μανωλιάς
με το Ιστιοπλοϊκό του, για μας ήτανε τότε ο Ωνάσης ή κάτι τέτοιο μεγάλο, μια και διέθετε
τέτοια ακριβή αναψυχή.
Ακούγεται λοιπόν στο βάθος και πλησιάζει
ο Ναυτίλος. Οι καλύτερες βουτιές γινόντουσαν απ’ την πρώρα του, γιατί στην
πρύμνη βρισκόταν η δυνατή κι επικίνδυνη προπέλα.
Εξαιρετικό ναρκαλιευτικό του αμερικανικού
ναυτικού, εύπλοο, υπέροχο και καμαρωτό, του αφαιρέσανε το περιττό πυροβόλο και το βάψανε
λευκό, κάτασπρο.
Ωραίο, λαχταριστό, η κόρνα του,
το καμπανάκι του και γκανγκ ο γάντζος πετιότανε από τον μούτσο, το έμπειρο ναυτόπουλο
που περίμενε εμάς τα πρόθυμα αγόρια-φίλους του, ποιος θα πρωτοπιάσει το σχοινί, έτσι να δέσει
για μια πεντάλεπτη στάση στον άγιο Νικόλαο κι άλλοτε να τρέχουμε στο μόλο του Βασιλείου
με την παιδική-εφηβική παρέα, για πιο καλές βουτιές..
Αλλά ήταν κι άλλα πλοία, ο Αίολος
(ο θεός των ανέμων), η Αλίκη ένα μικρότερο βρετανικό ναρκαλιευτικό, αδελφά πλοία
με την Αγία Αικατερίνη και πιο παραδοσιακά κοντά στο αρχαίο σκαρί το αβύθιστο,
την τράτα, μόνο που αυτό είχε καμπίνα, καθισματάκια και γέφυρα, ήταν και η Αύρα,
η Χρυσαυγή, η Αγία Τριάδα κι άλλα…
Τι χαρά, έκανε 45 λεπτά με μια ταλαίπωρη
πετρελαιομηχανή να πιάσει Πειραιά, σήμερα ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης, μπλε πλαστικό
πλοίο, κάνει 20 λεπτά.
Ξέρεις τι είναι να παίρνεις το μαγευτικό
τραίνο που γράφει Μην κύπτετε έξω ή Μην
πτύετε ή Επιστρεφθήκατε τας Κατακόμβας;
Αφού λοιπόν φθάσει το αγαπημένο τραινάκι
με τα ξύλινα χειροποίητα βαγόνια, περνάς γραπ απέναντι και παίρνεις το πρώτο καραβάκι
που περιμένει κι αν είσαι τυχερός θα είναι ο Ναυτίλος, η καμαρωτή ναυαρχίδα που
υπηρέτησε αργότερα και στην Αίγινα και κάμνανε πάνω του και γαμήλιες κρουαζιέρες,
τι κρουαζιέρα δηλαδή, έτσι μια απλή βόλτα, ίσαμε να χορτάσει το μάτι σου λίγο μπλε.
Στα Σελήνια ήτανε εφημέριος και ο παπα-Λεωνίδας, ορμώμενος απ’ τη Ζάκυνθο, όσοι δεν ήξεραν τον λέγανε και τρελό, τι τρελός παιδιά, μια χαρά ήτανε ο καλός μου παπούλης, μ’ έντυνε κάθε Κυριακή παπαδάκι με ράσο και κρατούσα το κερί και βοηθούσα, και μετά μας έδινε μπόλικα πρόσφορα για χαρά και επιβράβευση.
Ο παπούλης έζησε πολύ πάνω απ’ τα
εκατό και μνημόνευε στην Ωραία Πύλη πάππον προς πάππον και από της αρχής και μέχρι
των εσχάτων, δηλαδή έπιανε από τον Αδάμ έως της συντέλειας του αιώνος.
Διαχρονικά ταξίδια πολύ θεϊκά και φωτισμένα
Διαχρονικά ταξίδια πολύ θεϊκά και φωτισμένα
Μετά έξω, να πάμε στις ψαρόβαρκες
που ’χανε μόλις έρθει, στο ξεκαθάρισμα στα δίχτυα κρατάγανε τα εκλεκτά για τους
νοικοκυραίους, ε, και με τ’ αφρόψαρα τα μικρούλια ταΐζανε ένα σωρό από γάτες ολόγυρα,
που ξαφνικά «άμα τη ελεύσει», επιδεικνύανε μια εξαιρετική ευγένεια και διπλωματία
και μιαρ και μιαρ, κερδίζανε βασιλικό φαγάκι δωρεάν απ’ τα γενναιόδωρα χεράκια
των ψαράδων.
Το νερό λαμπίριζε και έπαιζε ο αντικατοπτρισμός
μέσα στο ασπρισμένο εκκλησάκι, κάτι που δεν μπορεί να το περιγράψει η πένα και
του καλύτερου συγγραφέα.
Τι ομορφιά, πώς έδενε έτσι με τα γύρω
του αναδεδειγμένο αυτό το αιγαιοπελαγίτικο απλό εκκλησάκι, πιστοποιημένο με παραδοσιακά
σχέδια της ναοδομίας!
Σήμερα έχει μέτριες έως και μαυρισμένες
απ’ τα κεριά τοιχογραφίες και δεν δείχνει τη χαρά του φωτός όπως τότε, αλλά σε
αντάλλαγμα ανάγει σε περισυλλογή…
(Τέλος 1ου από 2 μέρη)
GT – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου