Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

"Ιστορία της νύχτας"





Ιστορία της νύχτας

Δημήτρης Χ. Φαφούτης – Από την ανέκδοτη συλλογή "Τα άτακτα"


Δυο θυγατέρες πάντρεψε στα χωριά της Αργιθέας, τη μια με κεραμοποιό την άλλη με ζωέμπορο, χήρος από χρόνια ο μπάρμπα-Κώστας Σκούτας.
Τους πρώτους μήνες έρχονταν συχνά να συγυρίσουν το κονάκι που ρήμαξε, να ζυμώσουν δωδεκάδα τα κριθαρένια ψωμιά, να τον κεράσουν το βάλσαμο της φασκομηλιάς, να του γιατροπορέψουν τα πονίδια.

Με τα χρόνια οι αποστάσεις μεγάλωσαν, πλάκωσαν χειμωνιές με πλημμύρες, φτώχεια και φευγιό για την πόλη και τα εγγόνια που μάθαιναν γράμματα στα σχολειά της πολιτείας.
Του μπάρμπα –Κώστα λιγόστεψαν τα κουράγια, του γείρανε οι πλάτες απ’ τα χιόνια.

Σαν χτύπαγε το ρολόι του καμπαναριού μεσάνυχτα, φορούσε ανάρριχτα την τσούκνινη κάπα και καβαλίκευε τον πιστό του μαύρο, για να διαβεί τα Αργιθέικα βουνά.
Ημέρευε η ψυχούλα του μέσα στα ρουμάνια που ανάδιναν φτέρες και μελισσόχορτο. Πάνω απ’ την κορφή  αγνάντευε τα πίσω χώματα και βέλαζε με ανθρώπινη φωνή:

- Βασιλική, Μαργιούλα,  και πάλι, Βασιλική, Μαργιούλα…

Τυλίγονταν ύστερα στη μαύρη σιωπή και έσφιγγε την ανάσα του, μπας και λάβει  απόκριση στο κάλεσμα του.

Μέσα στην άγρια νύχτα μονάχα τα πιστρόφια της νοσταλγίας, σα στομωμένα μαχαίρια,  σφάζανε την καρδούλα του.
Οι φωνές σταματούσαν στο λαρύγγι. Μαύρος πάνω στο μαύρο του ξοπίσω γύριζε, με το στριφτό τσιγάρο τσακισμένο στα δόντια να φαρμακώνει τον ουρανίσκο.

Έγερνε στο παραγώνι που πεντοβόλαγε φωτιά από φτελιές και πουρναρόριζες.
Ταχιά το βράδυ πάλι, παρηγοριόταν, και αύριο βράδυ είναι, και τρίζανε τα σαγόνια του απ’ τα αναφιλητά.

Μαύρα φίδια ζώνανε το πρωτοΰπνι, τα άγρια στήθια ανασήκωναν τις καραμελωτές απ’ τους αναστεναγμούς και το παράπονο. Και το αστεφάνωτο όνειρο, σαν ορφανό παιδί που ξέχασε η νύχτα, χάιδευε ξημερώματα τα τριχωτά του βλέφαρα.


Μενδενίτσα, 23 Ιουλίου 2011



GT – [2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου