Το γράμμα της Καλοτίνας στο μοναχοπαίδι της τον Λαζαράκη,
στην Κάλυμνο.
στην Κάλυμνο.
Εν Τάρπο Σπρίτι, 20 του Μα του 1949
Αγαπημένο μου Λαζαράκι
Ήλαβα το γράμμα σου και ηχαρεύτηκα πούστε καλά.
Γράφεις μου το παιί μου, πως θέλεις χαρτζηλίκι, μουρέ
αφορεσμένε ήφαες τα κιόλας τα 100 δολλάρια που σούστειλα τη Λαμπρή; Και πόσο
αρνί ήπηρες πλιο και ητσουρουκάλιασες το, που να φάεις τον Ιούδα με τα άσσερα,
έι λάρυγγας ποστομωμό, μπας και χαρείς γιε μου, πως ταπέρα κόβγομε μονέδα και μεις…
Λαζαράκι, το παιί μου, μη χολιάς, εγώ νάμαι καλά και στέλλω
σου τώρα πάλι άλλα 40 δολλάρια, να πααίνεις βράϋ- βράϋ κάτω στον πούντο του
Βουάλη, που φέρνουσι φρέσσες σμαρίες και ψαράκια να αγοράζεις να τρώεις, να
δροσίζεσαι.
Μουρέ πώς ηπεθύμησα κακόμοιρε, ένα μιάλο χταπόι, να το κάμω
σκορδαλιά, όσι πως πεινούμε, α με κάψει ο Θεός, όλα είναι μπερικέτθι, με
ένεχούσι, το παιί μου, την εϊκή μας νοστιμιά, μήτε τη μυρωτζά.
Ας ήμου στην αυλή μας, νάχω το φουάτσι 'ναμμένο πάνω στο
κουμούλι, να ψήνω στα κάρβουνα σμαρίες και να τρώω αλόρτη, να δροσίζομαι…
Μουρέ, που να φάει η φαάνα τα σύσσελα σου, εν-έσεις πάλι
σώβρακα και γράφεις μου να σου στείλω, μουρέ ίντα κόρακας είσαι εσύ, πότε
σούστειλα ολόκληρο μπαούλο ρούχα, ηκατέλησες τα κιόλα;
Λαζαράκι, το παιί μου, μη χολιάς, εσύ νάσαι καλά και στέλλω
σου πάλι τζο τουζούνες, να βάλεις να δροσίζεσαι, να τα πλύνει το Καλλιό, η
γυναίκα σου και να κορδίζει το σχοινί ’πο κάτω που την αμυγδαλιά και να ’πλώνει,
να φυσσά ο αέρας, να τα ποτουμπανίζει, να τα βλέπουν οι οχτροί μας. Να σκάσουν
που τη ζούλεια τους, ας ήμουν και γω ’πο μια πάντα,
να τάβλεπα να χαρεύγουμου.
να τάβλεπα να χαρεύγουμου.
Λαζαράκι, το παιί μου, μουρέ έσε έννοια, μην πάεις κακόμοιρε
κάτω και πσεις και μεθύσεις, άμα θα λάβεις το μαΐ, γιατί α σε μουζώσω, ε θα σου
ξαναστείλω πλιο τίποτις, α βγάλεις και ματθάκους. Εγώ λέω σου το, άμα
ξαναπσείς, θα πσεις την άσσεντρα μέσα σου.
Λαζαράκι, το παιί μου, γράμμα να μου στείλεις μάνι-μάνι
γιατί χολιώ, εσύ σαι η χαρά μου, εσύ σαι κι η παρηορζά μου και μην ξεχνάς στου
Βουάλη να πιαίνεις, να παίρνεις φρέσσες σμαρίες.
Ο πατέρας είναι καλά και σε χαιρετά, φίλησε μου τη γυναίκα
σου.
Σε φιλώ και γω, η μάνα σου
Καλοτίνα
- Μουρέ, μην ξεχάσεις να γράψεις καένα νέο του μαχαλά.
axinios –
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου