ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΛΟΙΟΥ
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––-----------------
Σημειώσεις στο περιθώριο
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––-----------------
Σημειώσεις στο περιθώριο
ΜΟΝΟΣ
Τα μάτια στην πυξίδα.
Ο Βοράς όλο κόβει δεξιά κι εγώ τον κυνηγώ.
Ο Βοράς όλο κόβει δεξιά κι εγώ τον κυνηγώ.
Σύννεφα μαζεύονται, για λίγο αραιώνουν και πάλι συγκεντρώνονται
και αγριεύουν.
Σφυρίζει ο άνεμος στις τρύπες, ιδίως όταν γυρίζω καταπάνω του.
Σφυρίζει ο άνεμος στις τρύπες, ιδίως όταν γυρίζω καταπάνω του.
Σκοτεινιάζει – θα ’πρεπε να είναι ακόμα μέρα.
Το γυαλί θαμπώνει, το πάτωμα πηγαινοέρχεται, ένα πέρασμα
θλίψης μουσκεύει
την ανησυχία.
Κοιτάζω τον Άγιο και τη φωτογραφία σου.
την ανησυχία.
Κοιτάζω τον Άγιο και τη φωτογραφία σου.
Κρατιέμαι από μια κλωστή.
Ελπίδα είναι, εμπιστοσύνη, φόβος;
ανάμνηση;
Θα είστε μαζεμένοι τώρα γύρω απ’ το τραπέζι
θα με περιμένετε – ξέρετε πως θ’ αργήσω
αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει.
θα με περιμένετε – ξέρετε πως θ’ αργήσω
αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Μια λάμψη φάνηκε μες στη μαυρίλα
η ιδέα μου θα είναι
σαν τις εικόνες που αστράφτουν για μια στιγμή και χάνονται
στις καταιγίδες του μυαλού.
η ιδέα μου θα είναι
σαν τις εικόνες που αστράφτουν για μια στιγμή και χάνονται
στις καταιγίδες του μυαλού.
Θα έχει τέλος το ταξίδι αυτό;
χιλιάδες θόρυβοι και ήχοι παράταιροι οργώνουν την αρμονία
της σιωπής – μια σιωπή που ανεβαίνει κι ανεβαίνει
και κόβει την ανάσα.
Κοιτάζω τη φωτογραφία σου – θα είστε γύρω απ’ το τραπέζι
χιλιάδες τριγμοί και θόρυβοι κι άλλη λάμψη
κάπου υπάρχει ήλιος, ψωμί κι αγάπη
κάπου νύχτωσε και φέγγει τ’ άστρο.
χιλιάδες τριγμοί και θόρυβοι κι άλλη λάμψη
κάπου υπάρχει ήλιος, ψωμί κι αγάπη
κάπου νύχτωσε και φέγγει τ’ άστρο.
Είπα πως πάλι δεν θα ξεχαστώ
κι όλο ξεχνιέμαι και αδειάζω.
Μ[2φΑ]
Καταπληκτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίπα πως πάλι δεν θα ξεχαστώ
κι όλο ξεχνιέμαι και αδειάζω....
.
ΑπάντησηΔιαγραφή.. ποτέ κανείς δεν ξέρει...