Το μοιρολόι της
Μεγάλης Πέμπτης στην Κάλυμνο
- Από την Θεμελίνα Καπελλά [Καλύμνικοι αντίλαλοι, 1980]
Κάθε Μεγάλη Πέμπτη νύχτα, όταν τελειώσει η ακολουθία με τα δώδεκα Ευαγγέλια,
εδώ στο νησί μας, αντί να αδειάσουν οι εκκλησιές από τον κόσμο, γεμίζουν πιο
πολύ.
Λίγοι είναι κείνοι που φεύγουν οριστικά.
Οι περισσότεροι ξαναγυρίζουν, είτε για να ξαγρυπνήσουν στην
εκκλησιά της ενορίας τους, είτε για να πάρουν βόλτα όσο μπορούν περισσότερες
εκκλησιές να προσκυνήσουν, να σταθούν λίγη ώρα και να φύγουν.
Υπερτερούν οι γυναίκες, νεαρές κοπέλες, μα και κάθε ηλικίας.
Δική τους είναι η βραδιά απόψε.
Θα ξημερωθούν, θα ψάλλουν σχεδόν όλη τη νύχτα και θα πουν κυρίως
το «Μοιρολόι του Χριστού» που από γενιά σε γενιά μαθαίνεται και συνεχίζεται η
παράδοση.
Όλες όσες θέλουν να λάβουν μέρος στο Μοιρολόι, κάθουνται κοντά στον
Σταυρωμένο, που στέκει καταμεσίς της εκκλησιάς πάνω στο σταυρό.
Στεφάνια με λουλούδια του ’χουν περάσει στο κεφάλι,
βιολέττες και τριαντάφυλλα, δυο τρεις γλάστρες φροντισμένες στη βάση του από
ενορίτισσες, που τις έχουν ειδικά γι’ αυτή τη βραδιά, κι από πάνω στο ξύλο του
σταυρού πλήθος λαμπάδες π’ ανάφτουν όσοι έρχονται να προσκυνήσουν.
Αφού τακτοποιηθούν στο γύρο οι πιο νιες, με τα σκαμνάκια
τους και τις καρέκλες και λίγο πιο απόμακρα οι ηλικιωμένες κι οι γριές, θ
‘αρχίσουν το «Μοιρολόι».
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται..»
Το μοιρολόι, έχει μια
ξεχωριστή δική του μελωδία, ανάμεσα σε θλιβερό, λυπητερό τραγούδι και σ’
εκκλησιαστικό τροπάρι.
Οι πιο παλιές, που το ξέρουν πιο καλά τ’ αρχινούν, κι
ακολουθούν οι άλλες οι πιο μικρές.
Πολλές απ’ αυτές που λένε το μοιρολόι είναι
οι «Μυροφόρες» κοπέλλες, που το επόμενο βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, θα πουν τα
«εγκώμια», κι έχουν κάμει πρόβες πολλές με τον ψάλτη ή με τον παπά της ενορίας
κι είναι εξασκημένες, για να γίνει συναγωνισμός στην πλατεία, σαν θα μαζευτούν
όλοι οι επιτάφιοι, και θα περνούν μπροστά από το Δεσπότη, ενώ θα ψάλλουν πότε
τα «εγκώμια», πότε τα «ευλογητάρια», πότε το «Κύματι θαλάσσης».
Μόλις αρχίζει το μοιρολόι, αρχίζουν να ’ρχονται
συντροφιές-συντροφιές, πιο πολλοί νέοι, θαλασσινοί, εργάτες, μαθητές και φοιτητές,
όλοι καλοντυμένοι, που συνοδεύουν τις νεαρές κοπέλες με τα καινούρια τους τα φουστάνια και τα νεαρά ζευγάρια που ’χουν πρόσφατα αρραβωνιαστεί για παντρευτεί, μαζί
και κάμποσοι ξενιτεμένοι νοσταλγοί.
Όλοι αυτοί μπαίνουν μέσα, ανάβουν κερί, φιλούν τον Εσταυρωμένο, κάθονται
κάμποση ώρα, παρακολουθούν, κάνουν μεταξύ τους κριτική, αν οι κόρες λένε όμορφα
το μοιρολόι, ή πως στην προηγούμενη ενορία το ’λεγαν πιο όμορφα, και φεύγουν
για να συνεχίσουν την περιοδεία τους.
Σαν τελειώσει το μοιρολόι, που διαρκεί μια ώρα,
ξεκουράζονται λίγο, ή λένε κανένα άλλο τροπάρι, κι έπειτα επαναλαμβάνουν πάλι
το μοιρολόι τρεις και τέσσερις φορές για να περάσει η νύχτα, μα και για να
μπορέσουν να τ’ ακούσουν όλοι όσοι γυρίζουν στις διάφορες εκκλησιές.
Όλο το νησί βρίσκεται σε κίνηση. Οι περισσότεροι το ’χουν
προγραμματίσει από πριν, έχουν βρει την παρέα τους, είναι μέρα σημαδιακή για
κείνους.
Θα γυρίσουν να δουν, μα και να τους δουν οι άλλοι, να κάμουν αισθητή
την παρουσία τους, να τους προσέξουν.
Πάει κι αυτό μέσα στο νησιώτικο κλίμα της Μεγαλοβδομάδας.
Δεν υπάρχουν σ’ όλες τις ενορίες κοπέλες που να ξέρουν το
μοιρολόι.
Γι αυτό, σαν τελειώσουν από τη δικιά τους ενορία, αυτές που ’ναι
«μαστόρισσες» στο είδος, θα πάνε να το πούνε και σε δυο –τρεις άλλες εκκλησιές.
Τις περιμένουν να πάνε να κάμουν τον «σεφτέ», που ’ναι πιο δύσκολος και ν’
ακολουθήσουν με τις φωνές κι οι μυροφόρες της ενορίας.
Με το δίκιο της λοιπόν υπερηφανεύεται η Κατερίνα, για την
ενορία της την Αγία Τριάδα, και την άκουσα να μονολογεί κείνο το βράδυ:
– «Έχουμε κι εμείς ένα πρωτείο στην εκκλησιά μας, όλα κι
όλα, στο μοιρολόι.
Απόδειξη πως τις κόρες μας περιμένουσι η Βαγγελίστρα κι η
Παπαντή κι η Καλαμιώτισσα.
Στους δυναμίτες, μπορεί να μας περνά ο άη Στέφανος κι ο άη
Νικόλας και στον Επιτάφιο ο Χριστός, γιά η Καλαμιώτισσα, μα στο μοιρολόι πάσι
ούλοι κάτω.
Για να πούμε δηλαδή και τη σωστοσύνη κι ο Επιτάφιος μας φέτι, είναι
ο ψοόμορφος».
Σαν τέλειωσε το μοιρολόι, κι ετοιμαζόμουνα να φύγω, ρωτώ τη
γριά Καλή, που ’χει σκύψει από τα χρόνια, και τυλιγμένη με τη μαύρη της μαντήλα,
κουτουνίζει καθισμένη κάτω στο θρονί της:
- Θα ξημερωθείς;
- Ινναί το παιΐ μου, ένναι μαθέ αμαρτία και ντροπή μας να φήκουμε μοναχό το
Χριστό μας πεθαμένο πάνω στο Σταυρό; Πάμε σ’ ούλους τους νεκρούς και
ξημερωνούμαστε.
Κι ο Χριστός ένναι ’ικός μας, που σταυρώθηκε για μας;
Όπως πολλές φορές μας συμβαίνει, τούτη η απλή γυναίκα μου
’δωσε ένα μάθημα και μιαν εξήγηση που γύρευα…
Με την ίδια ανεπιτήδευτη λογική και τη βαθιά πίστη, που ’xει
τις ρίζες της αιώνες πίσω, θα ξενυχτίσουν όλες τούτες οι γυναίκες, όταν θα ’χει
κοπάσει η κίνηση από το πήγαινε-έλα του κόσμου.
Θα μείνουν εκεί, στην εκκλησιά, κινούμενες από το χρέος τους τ’
ανθρώπινο, που ’χουν εκπληρώσει πολλές φορές στους συνανθρώπους τους:
να
συντροφέψουν τον νεκρό Χριστό, να μη μείνει μοναχός του.
kalymnosola - [2φΑ]