OSHO
- "Ζήσε με τους δικούς σου όρους"
Ένας βασιλιάς φώναξε τους σοφούς του στην αυλή:
«Φτιάχνω για τον εαυτό μου ένα πολύ όμορφο δαχτυλίδι, τους είπε.
Θέλω να κρύψω μέσα στο δαχτυλίδι κάποιο μήνυμα, που ίσως να με βοηθήσει σε
κάποια στιγμή απόλυτης απελπισίας. Σκεφτείτε καλά.
Πρέπει να είναι πολύ μικρό για να μπορεί να παραμείνει κρυμμένο κάτω από το
διαμάντι μου, στο δαχτυλίδι».
Ήταν όλοι τους σπουδαίοι λόγιοι· θα μπορούσαν να γράψουν σημαντικές
πραγματείες, αλλά να του δώσουν ένα μήνυμα όχι μεγαλύτερο από δυο-τρεις λέξεις,
που θα τον βοηθούσε σε στιγμές απόλυτης απελπισίας…
Σκέφτηκαν, έψαξαν στα βιβλία τους, όμως δεν μπορούσαν να βρουν τίποτε.
Ο βασιλιάς είχε ένα γέρο υπηρέτη - είχε υπάρξει και υπηρέτης
του πατέρα του.
Η μητέρα του βασιλιά είχε πεθάνει νωρίς και αυτός ο υπηρέτης τον είχε
φροντίσει, κι έτσι έτρεφε τεράστιο σεβασμό για εκείνον.
Ο γέρος είπε, «Δεν είμαι σοφός, δεν έχω γνώσεις εγώ, δεν
είμαι λόγιοςˑ
όμως ξέρω το μήνυμα – επειδή υπάρχει μόνο ένα μήνυμα, όπως το θέλεις.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να σου το δώσουν· μπορεί να δοθεί από έναν
μυστικιστή, από έναν άνθρωπο που έχει συνειδητοποιήσει τον εαυτό του.
Τόσα χρόνια που έχω ζήσει στο παλάτι, συνάντησα κάποτε ένα
μυστικιστή.
Ήταν καλεσμένος του πατέρα σου κι εγώ μπήκα στην υπηρεσία του.
Όταν έφευγε, μου έδωσε για να με ευχαριστήσει, αυτό το μήνυμα» – ο γέρος το
έγραψε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί, το δίπλωσε και είπε στον βασιλιά:
«Μην το διαβάσεις, απλά κράτησέ το κρυμμένο μέσα στο δαχτυλίδι.
Να το ανοίξεις μόνο όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει, όταν δεν θα υπάρχει
διέξοδος».
Αυτή η στιγμή ήρθε σύντομα.
Η χώρα δέχθηκε εισβολή και ο βασιλιάς έχασε το βασίλειό του.
Το είχε σκάσει με το άλογό του για να σωθεί και τα άλογα του εχθρού τον
ακολουθούσαν.
Ήταν μόνος τουˑ εκείνοι ήταν πολλοί.
Έφτασε σε ένα μέρος όπου το μονοπάτι σταματούσε, κατέληγε σε αδιέξοδο· υπήρχε
μόνο ένας γκρεμός και μια βαθιά κοιλάδα· αν έπεφτε θα ήταν νεκρός.
Δεν μπορούσε να προχωρήσει μπροστά, και δεν υπήρχε άλλος δρόμος…
Ξαφνικά θυμήθηκε το δαχτυλίδι.
Το άνοιξε, έβγαλε το χαρτί, και υπήρχε ένα μικρό μήνυμα τεράστιας αξίας:
Απλά έλεγε, «Και αυτό θα περάσει».
Μια μεγάλη σιωπή τον τύλιξε, μια γαλήνη, καθώς διάβαζε τη φράση:
«Και αυτό θα περάσει… » Και πέρασε.
Οι εχθροί που τον ακολουθούσαν θα πρέπει να χάθηκαν στο δάσος, θα πρέπει να
πήραν διαφορετικό μονοπάτι·
ο ήχος από τις οπλές των αλόγων τους χάθηκε, σιγά
σιγά, και δεν τους άκουγε πια.
Ο βασιλιάς ένιωσε τεράστια ευγνωμοσύνη για τον υπηρέτη και
τον άγνωστο μυστικιστή.
Αυτές οι λέξεις αποδείχθηκαν θαυματουργές.
Δίπλωσε το χαρτί, το έβαλε πίσω στο δαχτυλίδι, συγκέντρωσε τα στρατεύματα του
και ανέκτησε ξανά το βασίλειό του.
Την ημέρα που έμπαινε στην πρωτεύουσα νικητής, ο κόσμος έκανε μια μεγάλη γιορτή σε όλη
την πρωτεύουσα.
Μουσική, χορός – ένιωθε πολύ περήφανος για τον εαυτό του.
Ο ηλικιωμένος άνδρας ήταν εκεί, και περπατούσε δίπλα στο άρμα του.
Είπε στον βασιλιά, «Και αυτή η στιγμή είναι επίσης, κατάλληλη: κοίταξε ξανά το
μήνυμα».
Ο βασιλιάς είπε, «Τι εννοείς; Τώρα είμαι νικητής, οι άνθρωποι γιορτάζουν.
Δεν είμαι σε απελπισία, δεν είμαι σε μια κατάσταση που δεν υπάρχει διέξοδος».
Ο ηλικιωμένος άνδρας είπε, «Άκουσε με. Αυτό μου έχει πει ο
άγιος, πως αυτό το μήνυμα δεν είναι μόνο για την απελπισία, είναι και για τη μεγάλη
χαρά.
Δεν είναι μόνο για όταν είσαι ηττημένος. είναι επίσης και για όταν είσαι
νικητής – όχι μόνο για όταν είσαι ο τελευταίος, αλλά και για όταν είσαι ο
πρώτος».
O βασιλιάς άνοιξε το δαχτυλίδι και διάβασε το μήνυμα,
«Και αυτό θα περάσει»...
Και ξαφνικά, ένοιωσε την ίδια γαλήνη, την ίδια σιωπή ανάμεσα στα πλήθη που
χαίρονταν, γιόρταζαν, χόρευαν… η έπαρση και ο εγωισμός του είχαν φύγει.