π. Φιλάρετος: – "Ἐγώ εἶμαι ὁ ἐλεεινός "
Δρα Ἠλία Λυμπερόπουλου - Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ
- από το βιβλίο του «Γνώθι σ’ αὐτόν»
Δρα Ἠλία Λυμπερόπουλου - Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ
- από το βιβλίο του «Γνώθι σ’ αὐτόν»
…. Κάποια ἡμέρα πέρασε ἀπό ἐκεῖ ἕνας
ρασοφόρος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἦταν διάκονος.
Βλέποντας τά παλαιά βιβλία τοῦ ἀσκητοῦ
τά ἔβαλε στό μάτι καί μέ τρόπο τά ἀφαίρεσε.
Ἔφυγε παίρνοντάς τα μαζί του.
Κατευθύνθηκε στή Δάφνη μή γνωρίζοντας ὅτι στό τελωνεῖο της, γίνεται ἔλεγχος
στούς ἐξερχόμενους. Ἐκεῖ, λοιπόν, τόν συνέλαβαν καί τόν ἐρώτησαν ποῦ τά βρῆκε.
Ἐκεῖνος
τότε τούς ἀπάντησε ὅτι τοῦ τά πούλησε ὁ πατήρ Φιλάρετος ἀπό τά Καρούλια.
Εἶπε ψέματα γιά νά δικαιολογηθεῖ καί συνέχισε τήν φρικτή
συκοφαντία του.
«Αὐτός εἶναι ἀρχαιοκάπηλος πουλάει παλαιά βιβλία».
Οἱ ἀστυνομικοί πῆγαν στά Καρούλια, ἔκαναν τίς ἀνακρίσεις τους, καί ἔχοντας πεισθεῖ ἀπό
τόν πανοῦργο αὐτόν ἄνθρωπο, ἐμήνυσαν τόν ἅγιο ἀσκητή.
Κάποια ἡμέρα, συνεχίζει τήν ἀφήγησή του ὁ Γέροντας Δανιήλ, ἔφθασαν
στό ἀσκητήριό μας οἱ κλήσεις.
Οἱ ἀσκητές δέν γνωρίζουν ἀπό αὐτά καί γενικότερα δέν ἀσχολοῦνται μέ βιοτικά
πράγματα.
Μέ τίς κλήσεις ἐκαλεῖτο λοιπόν νά δικαστεῖ.
Τόν ἐνημερώσαμε σχετικά καί ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Ἐγώ δέν γνωρίζω ποῦ νά πάω, ἐσεῖς
νά μέ ὁδηγήσετε».
Ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι ἔπρεπε. Τοῦ δώσαμε μερικά ρουχαλάκια,
γιατί τά μοναδικά δικά του ἦταν ξεσχισμένα ἀπό τήν τραχιά ἀσκητική ζωή καί εἴπαμε
σέ ἕναν γνωστό μας δικηγόρο νά τόν βοηθήσει.
Τοῦ δώσαμε καί λίγα χρήματα γιά νά πάει στή Θεσσαλονίκη νά δικαστεῖ.
Ποιός;
ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οὔτε ὁ Θεός νομίζουμε ταπεινά, δέν θά δικάσει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ».
ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οὔτε ὁ Θεός νομίζουμε ταπεινά, δέν θά δικάσει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ».
Ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εὐωδίαζε ἄρωμα ἀσκήσεως.
Παρά ταῦτα ὁ ἅγιος Ἀσκητής μᾶς εἶπε:
«Ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στήν πολιτεία καί θά πάω νά δικασθῶ».
«Ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στήν πολιτεία καί θά πάω νά δικασθῶ».
Ἔφυγε γιά τή Θεσσαλονίκη αὐτός πού εἶχε νά βγεῖ ἀπό τό Ἅγιον
Ὄρος πενήντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια! Πενήντα ὀκτώ χρόνια ἐδῶ στό Καρούλι,
τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια καί πίνοντας τό νεράκι τοῦ Θεοῦ!
Ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σέ πολύ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς,
πῆγε καί κάθισε στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου.
Πῶς γίνονται ἐκεῖ, οὔτε πού ξέρω. Δέν πῆγα ποτέ σέ αὐτές τίς πόρτες...
Τόν φώναξε, λοιπόν, ὁ Πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου.
- Ὁ μοναχός Φιλάρετος...
- Ἐγώ εἶμαι ὁ ἐλεεινός, ἀπήντησε ταπεινά σκύβοντας τό κεφάλι.
- Γιατί πούλησες τά βιβλία αὐτά; συνέχισε ὁ δικαστής.
- Δέν τά πούλησα, ἀδελφέ! Νά, πέρασε ὁ ἀδελφός καί τά πῆρε νά τά διαβάσει καί ἀσφαλῶς
θά τά ἐπέστρεφε. Ἐγώ αὐτό πίστευα.
- Πρέπει νά ὁρκιστεῖς, πάτερ, γιά νά εἶσαι πιστευτός.
Αὐτή εἶναι ἡ τάξη τοῦ δικαστηρίου, ἀπάντησε ὁ δικαστής.
- Ἄ, δέν ὁρκίζομαι, γιατί στό ἅγιον Εὐαγγέλιο λέει «μή ὀμῶσαι ὅλως».
- Μά πρέπει, πάτερ, νά ὁρκιστεῖς συνέχισε ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου.
- Πῶς ὁρκίζονται;
- Βάζοντας τήν παλάμη πάνω στό Εὐαγγέλιο.
Ὁ π. Φιλάρετος τότε, ἔβαλε τρεῖς στρωτές μετάνοιες μπροστά
στό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τό ἀσπάστηκε μέ εὐλάβεια λέγοντάς τους.
- Ἀρκεῖσθε σέ αὐτό;
- Ὄχι, Πάτερ, πρέπει νά βάλεις τό χέρι σου στό Εὐαγγέλιο καί νά πεῖς ὁρκίζομαι
κ.λ.π.
- Δέν μπορῶ νά ὁρκισθῶ, ἀπάντησε ὁ π. Φιλάρετος.
- Μά ἄν δέν ὁρκισθεῖς θά πᾶς ἐννέα μῆνες φυλακή.
- Νά πάω φυλακή χίλιες φορές! Ἐγώ ἀναμένω τήν αἰώνια καταδίκη ἀπό τόν Θεό γιά
τίς ἁμαρτίες μου καί θά σκεφθῶ τήν φυλάκιση τῶν ἐννέα μηνῶν;
Παρών ἦταν καί ὁ ψευτοδιάκονος, φουσκώνοντας καί
ξεφουσκώνοντας ἀπό μεγαλοπρέπεια καί ὕφος, ἀτσαλάκωτος μέσα στά γυαλιστερά ράσα
του.
Εἶχε βάλει ἕναν δικηγόρο, ὁ ὁποῖος εἶπε ἕνα σωρό ψεύδη.
Μεταξύ ἄλλων ὁ δικηγόρος εἶπε:
Πῶς εἶναι δυνατόν, κύριοι δικασταί νά κλέψει ὁ ἐκλεκτός αὐτός κληρικός τά
βιβλία αὐτοῦ τοῦ ρακένδυτου; Μήπως τά εἶχε ἀνάγκη; Ἄν εἶναι δυνατόν.
Ἐν τέλει μέ αὐτές τίς ψευδομαρτυρίες καί τήν διαστρέβλωση τῆς
ἀλήθειας, δικαιώθηκε ὁ ἀπαστράπτων κλέπτης καί καταδικάστηκε ὁ ἐνάρετος ἀσκητής,
ὁ ὁποῖος παρουσιάστηκε μέ φτωχικά ράσα, χωρίς τήν τέχνη τοῦ ψεύδους καί φυσικά δίχως
νά ὁρκισθεῖ.
Βγῆκε, λοιπόν, ἡ καταδικαστική ἀπόφαση καί τόν πῆρε ὁ ἀστυνομικός νά τόν ὁδηγήσει
στή φυλακή!
Οἱ ἰθύνοντες δέν συγκινήθηκαν καί συγκινήθηκε τό ἀκροατήριο.
Ἔκαναν πρόχειρο ἔρανο μεταξύ τους καί μάζεψαν τό ποσό πού χρειαζόταν γιά νά ἀπαλλαγεῖ
ὁ ἀσκητής ἀπό τή φυλάκιση.
Ὁ πατήρ Φιλάρετος μέ ἁπλότητα τούς εὐχαρίστησε καί ἔφυγε
χαρούμενος ἐπιστρέφοντας στά Καρούλια, χῶρο τῆς μακροχρονίου ἀσκήσεώς του.
Εὐχαριστοῦσε καί ἐμᾶς, συνεχίζει ὁ πατήρ Δανιήλ, πού τόν βοηθήσαμε μέ τίς λίγες πενιχρές δυνάμεις μας:
“Εὐχαριστῶ, πατέρες, εὔχεσθε νά λυτρωθῶ καί ἀπό τήν αἰώνιαφυλακή.”
Μεταξύ ἄλλων, ἦταν ἐνθουσιασμένος μέ τόν δικηγόρο του, πού τοῦ εἴχαμε
στείλει γιά νά τόν ὑπερασπιστεῖ.
Ὁ ἀγαθός ἀσκητής κάνοντας πάντα καλούς λογισμούς τά ἔβλεπε ὅλα ὑπέροχα καί ἔλεγε
καί ξανάλεγε ἐντυπωσιασμένος:
- Αὐτός ὁ δικηγόρος ἔχει πνεῦμα Θεοῦ! Ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν τά πράγματα, ἔτσι τά ἔλεγε.
- Γέροντα, τοῦ εἴπαμε, ἡ τέχνη του εἶναι αὐτή.
- Ὄχι, εὐλόγησον. Πνεῦμα Θεοῦ εἶναι!Καί σέ ἄλλη ἐρώτηση, πῶς εἶδε τόν κόσμο, ὕστερα ἀπό πενήντα ὀκτώ χρόνια πού εἶχε νά βγεῖ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὁ πατήρ Φιλάρετος ἔχοντας ἀγαθούς λογισμούς εἶπε.
- Τί νά σᾶς πῶ, πατέρες, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔξω εἶναι πολύ καλοί.
Ὅλοι τρέχουν πέρα δῶθε γιά τήν
σωτηρία τους, ἐκτός ἀπό
ἐμένα τόν ράθυμο καί ἁμαρτωλό πού
κάθομαι σέ αὐτά ἐδῶ τά βράχια καί δέν ἐργάζομαι ὅπως εἶναι τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά εἶπε καί μπῆκε στό ἀσκηταριό του δοξάζοντας τόν Θεό πού στά τέλη τῆς
ζωῆς του, τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν δοκιμασία γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἔλεγε
συνεχῶς.
Ὅταν ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας μᾶς ἐκάλεσε στό ἀσκηταριό του.
Πήγαμε μέ τόν π. Ἀκάκιο καί μᾶς ὑποδέχθηκε μέ χαρά.
-Καλῶς τά παιδιά μου!
Καλά κάνατε πού ἤλθατε, διότι ἄλλη φορά δέν θά σᾶς δῶ! Ἐγώ ἀπόψε θά φύγω.
Θέλω ὅμως πρίν συμβεῖ αὐτό νά μέ ἀναπαύσετε.
- Τί θέλεις Γέροντα;
- Νά μοῦ ψάλλετε! Πεῖτε κάτι νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου.
Ψάλαμε διάφορα καί ὁ Γέροντας ἔκλαιγε ἀπό χαρά καί
σταυροκοπιόταν κατανενυγμένος.
Μόλις τελειώσαμε, μᾶς εἶπε:
- Τώρα κάτι τελευταῖο: Θέλω νά μοῦ ψάλετε τόν «ἐθνικό ὕμνο» τῆς Παναγίας τό «Ἄξιόν
ἐστιν»! Αὐτό ὅμως θά τό ψάλουμε ὄρθιοι, ὅπως ψέλνουμε τόν ἐθνικό ὕμνο τῆς
πατρίδος μας.
Σηκώθηκε μέ κόπο. Ἦτο σκελετωμένος, τό δέρμα του διάφανο.
Ἀφοῦ συμψάλαμε, μέ δάκρυα χαρᾶς καί συγκινήσεως, μᾶς ἀγκάλιασε, μᾶς ἀσπάστηκε
καί μᾶς εἶπε:
- Παιδιά μου, ἄλλη φορά δέν σᾶς βλέπω! Συγχωρήσατε με, συγχωρήσατε με.
Δακρύσαμε ὅλοι. Ἐκεῖνος μέ κόπο μᾶς προέπεμψε.
Φύγαμε κατασυγκινημένοι. Τό πρωί μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἐκοιμήθη!
Ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχε πεῖ...
["Φιλοκαλία" 210 3234411 - "Λυδία" 2310
237412]
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου