Λίγα λόγια γιά τό
διήγημα «Ἔρως-Ἥρως»
- από το Πρόγραμμα της Παρουσίασης του διηγήματος του Α. Παπαδιαμάντη
στον Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, αύριο...
- από το Πρόγραμμα της Παρουσίασης του διηγήματος του Α. Παπαδιαμάντη
στον Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, αύριο...
Ο Γιωργής είναι ένας δεκαοχτάχρονος νέος που εργάζεται
σκληρά με την βάρκα του για το μεροκάματο του και έχει όνειρα για την ζωή και
το μέλλον του.
Αγαπά παράφορα την Αρχόντω (το Αρχοντώ στην διάλεκτο της Σκιάθου), η οποία, όπως
όλες οι γυναίκες του παλιού καιρού, είναι υποταγμένη στην βούληση της μητέρας
της.
Υπάρχουν και δευτερεύοντες ρόλοι, που η δράση τους είναι
σημαντική για την εξέλιξη του διηγήματος.
Ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντζας βοηθά τον Γιωργή στη βάρκα.
Αποφεύγει να του αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τον γάμο της Αρχόντως, για να
μην τον πληγώσει.
Η μητέρα της κοπέλας, η γραία Μαρουδίτσα, εκφράζει τη
νοοτροπία της εποχής σχεπκά με την θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
Θέλει να παντρέψει την κόρη της με έναν πλούσιο Πηλιορείτη γαμπρό, επειδή εmδιώκει την οικονομική της εξασφάλιση,
δίχως να την νοιάζει η ευτυχία της.
Ο αφηγητής Παπαδιαμάντης αφουγκράζεται το πάθος του νεαρού, τον
νιώθει και συντάσσεται μαζί του, μπροστά στον άμεσο και αιφνίδιο κίνδυνο να
χάσει το ύψιστο αντικείμενο της επιθυμίας του, την Αρχόντω, από έναν πολύ
μεγαλύτερό του άνδρα…
Ἀλέξανδρος
Παπαδιαµάντης: Ἔρως-Ἥρως
- Ἡ ἀρχή τοῦ ἔργου
- Ἡ ἀρχή τοῦ ἔργου
Ἡ βάρκα ἀραγµένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ µπαροῦµα δεµένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα
εἰς τὴν ἄµµον τοῦ Χειµαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ
τὸν βραχώδη κρηµνὸν τοῦ Πανωµαχαλᾶ.
Καὶ ὁ µικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργῆς τῆς Μπούρµπαινας, ἐξαπλωµένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύµνην,
µὲ µίαν βελέντζαν τυλιγµένος, βωβός, ἀκίνητος, µὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄµµατα, σπινθηρίζοντα
εἰς τὸ σκότος, ὠµοίαζε µὲ τὸν δράκον τοῦ παραµυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιµᾶτο µὲ
ἀνοικτὸν τὸ ὄµµα.
∆ὲν ἐξήρχετο στεναγµὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόµα του.
Τὸ στῆθος του δὲν ἐκολποῦτο.
Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη µόνον ζωὴν ἐνδόµυχον.
Εἶχαν περάσει τὰ µεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ.
Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόµη λάµποντα ἀµυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα,
σιµὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν.
Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιµάτο, καὶ µόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιάν ὡς ρογχάλισµά της ἐρρόχθει,
ἐφλοίσβιζε µελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦµα.
Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρας µητρικῆς θωπείας.
Καὶ ὁ φωσφορισµὸς τοῦ κύµατος ἀπήντα εἰς τὸν σπινθηρισµὸν τοῦ ὄµµατος τοῦ
ναύτου.
Ἦτο καρφωµένον, ἐµπηγµένον ἀτενῶς τὸ ὄµµα του εἰς ἐν σηµεῖον,
εἰς µίαν οἰκίαν, ὑψηλά, ὄχι µακράν, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους.
Ἀνοικτὰ ἦσαν τὰ παράθυρα, αἱ ὕαλοι κλεισµέναι, φῶς µέγα ἔφεγγεν εἰς τὰς ὑάλους.
Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιάς κινουµένας, φεύγουσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλµατα.
Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιάς κινουµένας, φεύγουσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλµατα.
Ὁ µικρὸς ναύτης ἐκοίταζεν ἀπλήστως, καὶ δὲν ἀνέπνεεν οὔτε ἐµορµύριζεν.
Ἤκουε µετὰ πολλοὺς ἄλλους κρότους καὶ ἤχους καὶ µετὰ ὕπνους καὶ ὄνειρα καὶ νευρικοὺς
τιναγµούς, ἤκουε πότε-πότε σιγῶντα καὶ πάλιν θορυβοῦντα διὰ µακρῶν βιολιά, λαγοῦτα,
λαλούµενα.
Καὶ ἐνωτίζετο ρυθµικὸν κρότον χοροῦ, καὶ ἐνηχεῖτο ᾄσµατα καὶ ἐκδηλώσεις χαρᾶς
καὶ εὐθυµίας.
Καὶ ὅλα του ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόµβος ἄναρθρος ἤχει
εἰς τὰ ὦτα του. ∆ι’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσµα, οὔτε φθόγγος, οὔτε ἦχος, ἱκανὸς
νὰ ἐκφράση τὸ τί ὑπέφερε.
* *
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου