Κυριακή 21 Απριλίου 2019

"Μέσα στο βαϊοφόρο πλήθος "











-  Κυριακή των Βαΐων


-  π. Χριστόδουλος Μπίθας, "
ΚΑΙ ΝΑ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ…"
[Από κείμενο του, παραμονές του Πάσχα]

….   Και να, αδελφοί μου, που φτάσαμε μια ανάσα πριν την Ανάσταση.
Ο δρόμος είναι ανοιχτός, μα εμείς νομίζαμε πως είμαστε παγιδευμένοι σαν κι εκείνους τους δύστυχους μέσα στο σπήλαιο, που κοίταγαν τις σκιές τους.

Το οδοιπορικό στην Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει, κι εμείς ανακατευόμαστε ανάμεσα στο βαϊοφόρο πλήθος που κραυγάζει ωσαννά αναμένοντας έναν Μεσσία κραταιό που θα έρθει να κατατροπώσει τούς κατακτητές, τούς αντίθετους, τούς διαφορετικούς.
Παρακαλούμε ταπεινά να μην απογοητευτούμε και ζητάμε να χαραχτεί στο νου μας, πως Εκείνος έρχεται να μας συναντήσει πράος και ταπεινός στην καρδιά, ικετεύουμε να μην είναι άκαρπη η ζωή μας σαν εκείνη την συκιά, αλλά να δώσει ο Θεός όποτε κοιτάμε πίσω να γεμίζει η ψυχή δοξολογία.

Το άλλο βράδυ παίρνουμε αγκαλιά τις μωρές παρθένες να τις παρηγορήσουμε, να τους θυμίσουμε πως κι ο ληστής πάνω στο σταυρό σώθηκε και καταλαβαίνουμε πως τον εαυτό μας παρηγορούμε, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί και άστοχοι στην ζωή, που αφήσαμε τον χρόνο να περνά αναξιοποίητος, που χαθήκαμε μεταξύ αργίας, περιεργείας και αργολογίας.
Ο Νυμφίος έρχεται κι εμείς παρακαλούμε να μας δοθεί προαίρεση αγαθή να Τον αναζητούμε, να χαιρόμαστε την στιγμή, την κάθε μέρα, την ομορφιά της πλάσης, την ωραιότητα της τέχνης, την χαρά της επικοινωνίας, το πρόσωπο του διπλανού, την σχέση με Εκείνον.

Την επομένη θαυμάζουμε την ποιητικότητα στον λόγο της Κασσιανής και ζηλεύουμε που είχε την δύναμη να τα παρατήσει όλα για τον «κάλλει ωραίο».
Κι ύστερα κοιτάμε με τρυφερότητα εκείνη την πόρνη, γιατί αγάπησε πολύ και μας θυμίζει πόσο τετράγωνη έγινε η λογική μας.
Θρηνούμε στην αυλή δίπλα στους υπηρέτες  καθώς αντιλαμβανόμαστε πως συμμετέχουμε στις αρνήσεις του Πέτρου – κάθε μέρα τον αρνούμαστε κι εμείς, μα παίρνουμε κουράγιο από την μετάνοιά του.

Δέος μας διακατέχει καθώς συμμετέχουμε νοερά στον Μυστικό Δείπνο, μαθητές ανόητοι κι εμείς ασθενείς στην φύση και δεν καταλαβαίνουμε πως ο Δάσκαλος θέλει να μας πλύνει τα πόδια για να μας διδάξει πως ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να τον ακολουθήσουμε:
Να είμαστε τελευταίοι για να γινόμαστε πρώτοι, να μην ζητάμε φιλαρχίες δαιμονικές πάνω στον οποιοδήποτε, αλλά να διακονούμε τον πλησίον, τον ξένο, την πλάση όλη.

Ο Ιούδας πρόδωσε, κι εμείς, για να απαλλαγούμε από τις ενοχές μας τον καταριόμαστε, τον βρίζουμε, τον καίμε στις πλατείες των χωριών.
Δεν αντέχουμε την αλήθεια πως ο Ιούδας είμαστε εμείς, καθημερινά προδίδουμε, πολλά τα αργύρια, μεγάλος ο πειρασμός.
Τον κατηγορούμε τόσο, που ξεχνάμε το δράμα του, πως πνίγηκε από την ενοχή και πως το ίδιο θα πάθουμε κι εμείς αν δεν εναποθέσουμε τα χάλια μας στα πόδια του Χριστού.
Νοερή η αγχόνη που βάζουμε στο λαιμό μας, πνευματικός ο θάνατος.

Μυστικά βρισκόμαστε ανάμεσα στις ελιές σε εκείνο τον λόφο, κλείνουν τα βλέφαρα από τον ύπνο της ακηδίας, μα κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ταυτίζουμε τον πόνο μας με το πάθος Εκείνου και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι.
Απέραντη η μοναξιά μπροστά στην δοκιμασία της φθοράς, της αρρώστιας, του θανάτου. 
Πώς να αντέξεις τόση οδύνη αν δεν ακούσεις την προτροπή του να ξυπνήσεις για να μην πέφτεις στους πειρασμούς της ταλαίπωρης ύπαρξής σου.

Ξημέρωσε κι οι μισθοφόροι τον οδηγούν στο Πραιτώριο μπροστά στον άρχοντα του κόσμου τούτου. Έτσι όπως είναι μαστιγωμένος μέσα στα αίματα μοιάζει αδύναμος, μα δεν είναι. 
Ασύλληπτη η δύναμη όποιου ειρήνευσε μέσα του, ησύχασε από την αγωνία της μέριμνας, την μικρότητα της φιλαυτίας, τον φόβο του θανάτου. Βαδίζουμε μαζί στο μαρτύριο, στον Σταυρό, βλέπουμε την άκρα ταπείνωση μα συνάμα την άκρα συγχώρηση.
«Δεν ξέρουν τι κάνουν», μάς λέει, «είναι τυφλοί μην τους κατηγορείτε, μην θυμώνετε, είναι ανάπηροι, δεν ζουν, είναι ήδη πεθαμένοι. 
Να τους χωράτε γιατί δεν γεύτηκαν την αλήθεια, δεν γνωρίζουν».
Συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε!

Ακολουθούμε τον επιτάφιο με τα φαναράκια στα χέρια μας, σιγοψέλνουμε απαλά, κατανυκτικά, ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη.
Δεν χωράνε εδώ στρατιωτικές μπάντες και χάλκινα πνευστά που παίζουν εμβατήρια. 
Η ζωή είναι εν τάφῳ, η δική μας ζωή, κλεισμένη μέσα στον μνήμα της αχαριστίας, της μιζέριας, της σκληροκαρδίας, της φθοράς, της έλλειψης νοήματος.
«Ἀ­νά­στη­θι οἰ­κτῖρ­μον, ἡ­μᾶς ἐκ τῶν βα­ρά­θρων, ἐ­ξα­νι­στῶν τοῦ Ἅ­δου.Τοῖς πό­θῳ τε καὶ φό­βῳ, τὰ πά­θη σου τι­μῶ­σι, δί­δου πται­σμά­των λύ­σιν».

Άμα αναγνωρίσεις πως είσαι πεθαμένος, τότε μπορείς να προσδοκάς την Ανάσταση. 
«Τριὰς μο­νὰς Θεέ μου, Πα­τήρ, Υἱ­ὸς καὶ Πνεῦ­μα, ἐ­λέ­η­σον τὸν κό­σμον».
Όλη σου η ψυχή μια κραυγή προσευχητική για τον κόσμο άπαντα.
Βγαίνεις από τα στενά όρια του εαυτού σου για να γίνεις οικουμενικός άνθρωπος, δεόμενος για κάθε ψυχή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης που αδικείται, που  διώκεται, δολοφονείται,  που αργοπεθαίνει, που βασανίζεται, που βιάζεται, που υποφέρει από την φτώχεια και την πείνα.

Έχει έρθει η ώρα για το πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή.
Συγκλονιστήκαμε καθώς είδαμε την αδυναμία μας και την εναποθέσαμε στο μνήμα του. 
Αν εκείνος δεν αναστήθηκε, ας φάμε, ας πιούμε, αύριο πεθαίνουμε.
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, εκ γάρ θανάτου πρός ζωήν, καί εκ γής πρός ουρανόν, Χριστός ο Θεός, ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας.»
Το θαύμα συντελείται με τρόπο μυστηριακό, το φρέσκο κρασί αρχίζει να αποθηκεύεται σε νέο ασκό.  Κοντά του ανασταινόμαστε κάθε μέρα, ξαναζούμε την χαρά, συμμετέχουμε σε γιορτινό πανηγύρι, τα πάντα μοιάζουν καινά, φωτεινά, υπέρλαμπρα, η ζωή ξαναβρίσκει τα χαμένα, τα μάτια διψούν για ομορφιά, τα χείλη θέλουν να υμνήσουν, οι ευωδίες κατακλύζουν τις αισθήσεις, τα αυτιά συλλαμβάνουν μουσικές άρρητες, τα ακροδάχτυλα αγγίζουν τις άκρες των λουλουδιών.

Πάσχα Κυρίου Πάσχα. Εκ του θανάτου στην ζωή.
Είμαστε νεκροί και ξαναζούμε, δεν υπάρχουμε πια εμείς, ζει ο Χριστός μέσα μας. 
Ανάβουμε τις λαμπάδες μας και αφήνουμε τον Αναστάσιμο παιάνα να συγκλονίσει κάθε μέρος του κορμιού μας. Δεν είναι ιδεολογία η πίστη στην Ανάσταση, αλλά αίσθηση μυστική, πληροφορία άνωθεν, προσμονή συνάντησης, πορεία στο Φως.
Κοιτάμε τους αδελφούς γύρω μας χαμογελαστούς στο φως των κεριών.
Φίλοι κι αδελφοί, εικόνες Θεού, κλήματα μιας αμπέλου Αληθινής παρ’ όλα τα χάλια και τις αδυναμίες μας.

Όλα τελειώνουν στον εσπερινό της Αγάπης.
Δεν θα μπορούσε να τελειώσει διαφορετικά. Μόνο τα έργα της αγάπης μένουν.
«Η αγάπη», μας λέει από την έρημο  του Σινά ο Άγιος Ιωάννης, «ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωση με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. 
Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως»
[Κλῖμαξ, Λόγος 30ος].

Γι’ αυτήν την αγάπη ζούμε, αυτήν προσμένουμε, αυτή παρακαλούμε.
«Δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο.
Περισσεύει το φως μέσα στο τίποτα και ρέει προς τα έξω.
Περνά στην καρδιά μου, φλεβίζει στο χέρι μου, ζητά να το πω, να το γράψω,
Αλλά πώς: Δε βρίσκω τις λέξεις
γιατ’ είν’ απ’ του κόσμου τον πλούτο πιο λίγες.
Φύλαξε μου αυτούς τους λυγμούς που ανεβαίνουν, δένονται κόμποι,
σπαρταρούν σαν μια δέσμη καρδιές στο λαιμό σου.
Όλα αλλάζουνε, ρέουν, λάμπουν παράξενα.
Το πρόσωπο μου αντιστέκεται να μείνει σαν πρόσωπο.
Για μένα, για σένα, για όλο τον κόσμο.»
[Νικηφόρος Βρεττάκος].

Καλή Ανάσταση, αδελφοί μου.



[2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου