Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

"Το μαρτύριο "

 



Γκαμπριέλα Μιστράλ  -  "ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ"

Καρφωμένο στη σάρκα μου
φέρνω από χρόνια
ζεστό μαχαίρι,
έναν πελώριο στίχο
που αφρίζει σαν το κύμα
του αρχιπελάγους.

Φιλοξενώντας τον τυφλά,
τα σωθικά μου σφάζει
το μεγαλείο του.
Με το φτωχό αυτό στόμα
που τόσα ψέματα είπε
πώς να τον τραγουδήσω;
Τα τριμμένα,
ξεχασμένα λόγια των ανθρώπων
δεν έχουν την φλόγα
της ζωντανής, της πύρινης γλώσσας
που μέσα τους λαμπαδιάζει.
Σαν ένα βρέφος,
με τον ορό του αίματος μου
τον ανατρέφω
και ποτέ ένα βρέφος
δεν βύζαξε τόσο αίμα
από ένα γυναικείο στήθος.

Ανελέητο δώρο,
ατέλειωτο καψάλισμα.
Και μια οιμωγή..
Αυτός που τον έμπηξε
βαθιά στα σωθικά μου
ας με σπλαχνιστεί!


[ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1970
Απόδοση Γ. Δ. Χουρμουζιάδης]

 
hallofpeople – 2φΑ


Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

"Δώσ’ μου το χέρι σου "

 



Γκαμπριέλα Μιστράλ  -  "Dame la mano"


Δώσ’ μου το χέρι σου και θα χορέψουμε 
Δώσ’ μου το χέρι και θα μ’ αγαπάς. 
Σαν ένα λουλούδι μόνο θα είμαστε 
Σαν ένα λουλούδι – κι άλλο τίποτα πια. 

Την ίδια στροφή θα τραγουδάμε, 
Στο ίδιο βήμα χορoύ θα πατάς. 
Σαν ένα στάχυ θα κυματίζουμε, 
Σαν ένα στάχυ – κι άλλο τίποτα πια. 

Σε λένε Ρόσα κι εμένα Ελπίδα, 
Όμως το ίδιο σου τ’ όνομα θα το ξεχνάς 
Γιατί σαν ένας χορός πάνω στο λόφο θα είμαστε 
Σαν ένας χορός – κι άλλο τίποτα πια...


[Μετάφραση: Δημήτρης Αγγελής]

 
artigo – 2fA


Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

"Ο γιος του Σταυραετού.. "

 



-  Λεωνίδας Οδ. Ανδρούτσος


Στο παλιό νεκροταφείο της πόλης του Μονάχου [Alter Sudlicher Friedhof – Kapuziner Str., 80469 Munchen], υπάρχει ο τάφος του Λεωνίδα Ανδρούτσου.
Γονείς του ο ήρωας του 1821 Οδυσσέας Ανδρούτσος και η Ελένη Καρέλη.
Γεννήθηκε το 1824 στις Λιβανάτες Φθιώτιδας [στη σπηλιά της Βελίτσας στον Παρνασσό, που ήταν γνωστή ως "Μαύρη Τρούπα"] και βαφτίστηκε Λεωνίδας προς τιμήν του ήρωα της Μάχης των Θερμοπυλών.

Όταν δολοφονήθηκε ο υπερήφανος Σταυραετός της Ρούμελης Οδυσσέας Ανδρούτσος, την νύχτα 4 προς 5 Ιουνίου του 1825, η γυναίκα του Ελένη και ο γιος τους Λεωνίδας, μόλις 1 έτους, βρέθηκαν σε τραγική κατάσταση.
Είχαν να αντιμετωπίσουν από την μια την απειλή της ζωής τους, αφού ο Ι. Γκούρας έπειτα από εντολή του Κωλέττη, είχε οργανώσει αποσπάσματα, τα οποία έψαχναν να τους βρουν και να τους δολοφονήσουν, και από την άλλη την φτώχεια και την ανέχεια.

Ο άτυχος ήρωας Οδυσσέας Ανδρούτσος, είχε διαθέσει όλη του την περιουσία, για τον Ιερό Αγώνα του Γένους και με δικά του χρήματα είχε οχυρωθεί η Ακρόπολη της Αθήνας. Αλλά κατά τραγική ειρωνεία, το 1825 σ’ αυτό το φρούριο τον βασάνισαν (στο ναό της Απτέρου Νίκης) και πέταξαν κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης το νεκρό του σώμα.
Έτσι μητέρα και γιος αναγκάστηκαν να κρύβονται σε σπίτια φίλων και σε σπηλιές, κατατρεγμένοι και φτωχοί.

Με την έλευση του Όθωνα, ο μικρός Λεωνίδας στάλθηκε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου Βασιλιάς ήταν τότε ο μεγάλος φιλέλληνας Λουδοβίκος ο Α’, ο οποίος συγκινήθηκε από το δράμα της οικογένειας του ήρωα και αποφάσισε να προστατέψει τον μικρό Λεωνίδα και τη μητέρα του.
Τους φιλοξένησε στο παλάτι του και το μέλλον για τον μικρό Λεωνίδα ήταν πλέον λαμπρό, αφού ο Λουδοβίκος τον είχε σαν γιο του και τον μεγάλωνε με τους καλύτερους δασκάλους.
Όμως δυστυχώς, η επιδημία χολέρας που θέριζε εκείνη την εποχή, δεν έκανε διάκριση σε κανένα, ούτε στον γιο του ήρωα και ευνοούμενο του Βασιλιά.

Ο Λεωνίδας πέθανε στα δώδεκά του χρόνια, χτυπημένος από τη φοβερή αρρώστια στις 11 Δεκεμβρίου 1836.
Ο Λουδοβίκος τον έθαψε με τιμές και κατέθεσε ένα ποσό στην τράπεζα, με την εντολή, να γίνεται η συντήρηση του τάφου, από τους τόκους των χρημάτων. Μεσολάβησαν όμως τα γεγονότα του παγκοσμίου πολέμου, χάθηκαν τα χρήματα και ο μικρός Λεωνίδας ξεχάστηκε!

Κάποια μέρα, ο πρόεδρος του συλλόγου «Λόγος, Τέχνη και Ελληνικός Πολιτισμός της Βαυαρίας» κος Χρήστος Χατζησπυρίδης, διάβασε γι’ αυτόν τον τάφο και μαζί με την γυναίκα του Γεωργία, έψαξαν και τον βρήκαν χορταριασμένο και παρατημένο.
Τον περιποιήθηκαν και καθιέρωσαν ετήσιο μνημόσυνο, μέσω του συλλόγου, για τον άγνωστο γιο του Ήρωα και τους γονείς του.

Στο ταφικό μνημείο του Λεωνίδα Ανδρούτσου υπάρχει χαραγμένη δίγλωσση επιγραφή του φιλέλληνα ουμανιστή Θείρσιου στα ελληνικά και γερμανικά.
Εκτός από τα προσωπικά στοιχεία και την ιστορία του μνημείου, αναγράφονται τα εξής:
«Ειμί θάλος πολυανθές, υπ’ ανδρών βλαστέν αρίστων,
οίτινες αντ’ αρετής έργ οδυνηρά πάθον.
Τον δε πάππον ελών νηλεώς εφόνευσ ο τύραννος,
ου βία αλλά δολω, φάρμακα λυγρά διδούς.
Τον δ ου γεννητήρα, τον εν πολέμοις αδάμαστον,
εχθροδαποί πύργον κρήμνισαν εκ μεγάλου.
Μήτηρ δε, η Παρνασσού ενί σπηλαίοις μ’ έτικτεν,
ενθάδε δωδεκάτη κλαύσεν αποφθίμενον»

Η μετάφραση στα νέα ελληνικά:
"Είμαι ένας μικρός θάμνος με πολλά άνθη, που με φύτεψαν με στοργή ξεχωριστοί άνθρωποι, οι οποίοι αντί για αγάπη, δόξα και τιμές, έπαθαν φοβερά δεινά.
Τον δοξασμένο παππού μου τον κυνήγησε και τον σκότωσε ο τύραννος Τούρκος, που τον ξεγέλασε με τεχνάσματα και τον δηλητηρίασε.
Τον πατέρα μου, τον φοβερό και αδάμαστο πολεμιστή, αδερφικά ελληνικά χέρια, τον πέταξαν επάνω από το ψηλό κάστρο της Αθήνας και τον σκότωσαν.
Η μητέρα που με γέννησε στο απρόσιτο σπήλαιο του Παρνασσού, εδώ θρηνεί το δωδεκάχρονο χαμό μου. Κλάψε με, μητέρα..."

 

wiki

fbTakis
2fA



                                                              

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

"Η παραμυθία τῆς ψυχῆς.. "

 



Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ 
-  "Εὐχή ἐξομολογητική εἰς τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον"
[Νεοελληνική ἀπόδοση: Βασίλειος Σκιαδᾶς, θεολόγος]


Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸν Θεὸν Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια και ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ.
Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο, νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴν δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάῤῥος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴν μετάνοιά μου στὸν μονογενή σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντας τον νὰ λυπηθῇ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατὶ ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση.
Γι᾿ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεὶς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παῤῥησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγέλοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες.

Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμᾶτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸν θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.
Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ ποὺ σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, ποὺ φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, ποὺ παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, ποὺ ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ἐλεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου.
Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παῤῥησία πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος.
Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων.
Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. 

Μὴν παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσῃς τὸν στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῇς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου, νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή.

Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσέ με ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸν θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου.
Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οι δαίμονες ποὺ ἄδικα μὲ τυραννοῦν, ποιανοῦ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκία μου, σὺ ποὺ (μετά τον Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.
Τὸν βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῇς ψυχῇς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τῦφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸν νοῦ μου.
Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴν γλῶσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα.
Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς.

Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο.
Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παῤῥησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποὺ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δῶσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξέ με ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο.
Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως.
Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιο μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃς ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσῃς τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου.

Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν.
Φέρε με σὲ οἰκειότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀξίώσέ με νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμῃς κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Αὐτὴ τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισὲ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος.
Ἀξίωσέ με ἐν ὅσῳ ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ πάντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ποὺ δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα ποὺ εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατὶ χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ποὺ αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

meteoronlithopolis – 2φΑ


Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

"Τα συλλογικά μας γενέθλια "

 



1821 – 2021

-  Στάθης Ν. Καλύβας
[από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]


Η επέτειος της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης δεν είναι τίποτα λιγότερο από τα συλλογικά μας γενέθλια. Αν σήμερα είμαστε Έλληνες, αυτό το οφείλουμε σε ένα ιστορικό γεγονός πριν από 200 χρόνια.
Αν δεν είχε συμβεί ή αν είχε αποτύχει, μπορεί σήμερα να ήμασταν κάτι άλλο.
Αυτό από μόνο του δικαιολογεί τη σημασία που αποδίδουμε στην επέτειο αυτή.
Δεν σημαίνει όμως πως μπορούμε να αρκεστούμε σε αυτό.
Τι παραπάνω κομίζει ο αναστοχασμός που αναπόφευκτα πυροδοτεί η επέτειος αυτή;

Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας ήταν μια στρατιωτική εξέγερση, η επιτυχία της οποίας έφερε επαναστατικές αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων που κατοικούσαν στις περιοχές οι οποίες αποτέλεσαν το νέο ανεξάρτητο κράτος – και για αυτό την περιγράφουμε και ως Επανάσταση.
Προετοιμάστηκε συνωμοτικά και έφθασε πολύ κοντά στην αποτυχία και την ήττα.
Υπήρξε πολύμορφο και σύνθετο γεγονός και ως τέτοιο προσφέρεται για άντληση πολλών και διαφορετικών «διδαγμάτων».
Θα επισημάνω πέντε τέτοια διδάγματα που έχουν ίσως ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή συγκυρία.

Κατ’ αρχάς, η εξέγερση ήταν πράξη υψηλού πολιτικού (και όχι μόνο) ρίσκου, δείγμα ακραίου ίσως πολιτικού βολονταρισμού που όμως εντασσόταν σε μια τάση της εποχής της.
Δίχως την αποκλειστική πρωτοβουλία ανθρώπων που θεωρούσαν πως βρίσκονταν στην πολιτική πρωτοπορία, η εξέγερση δεν θα είχε γίνει όταν και όπως έγινε.
Δίδαγμα πρώτο λοιπόν: δίχως ηγεσία και ρίσκο δεν υπάρχει αποτέλεσμα.

Η οργάνωση της εξέγερσης βασίστηκε μεν σε συνωμοσία, όμως οι περισσότερες παραδοχές της αποδείχθηκαν λανθασμένες. Η Ρωσία δεν είχε πρόθεση να βοηθήσει τους εξεγερμένους και έτσι η επιλογή της Μολδοβλαχίας αποδείχθηκε εντελώς άστοχη. Παράλληλα, το τότε διεθνές σύστημα στράφηκε άμεσα και καθαρά εναντίον της.
Τι όμως πέτυχε τελικά η συνωμοσία;
Δημιούργησε ένα δίκτυο ανθρώπων που αλλιώς δύσκολα θα έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους καθώς τους διέκριναν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και κοσμοαντιλήψεις.
Δίδαγμα δεύτερο: κάποιες φορές η επιτυχία δεν έρχεται ως αποτέλεσμα του τι έχεις σχεδιάσει, αλλά μέσα από περίεργους και απρόβλεπτους δρόμους.

Οι εξεγερμένοι ήταν μια ετερόκλητη ομάδα: έμποροι, διανοούμενοι, κληρικοί, προύχοντες, άνθρωποι των όπλων εντός (αρματωλοί) και εκτός συστήματος (κλέφτες) συνυπήρξαν χωρίς πάντα (ή συνήθως) να συνεννοούνται.
Η συνύπαρξη αυτή δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε εύκολη, ενώ οι αντιπάθειες και τα αντικρουόμενα συμφέροντα ήταν έντονα όπως φάνηκε αργότερα με τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ήταν όμως μονόδρομος.
Δίχως τους διανοούμενους, η εξέγερση θα παρέμενε ένα τοπικό γεγονός περιορισμένης εμβέλειας και δίχως τους ανθρώπους των όπλων μια φαντασίωση άκαπνων διανοουμένων.
Δίδαγμα τρίτο: ο πλουραλισμός ανθρώπων και δεξιοτήτων είναι απαραίτητος, έστω και χωρίς σύμπνοια.

Σε μεγάλο βαθμό, η εξέγερση μπόρεσε να αναπτυχθεί και να αποκτήσει το ζωτικό έρεισμα που χρειαζόταν επειδή η προσοχή του σουλτάνου ήταν στραμμένη στον Αλή Πασά, μια πολύ πιο επίφοβη απειλή για την αυτοκρατορία.
Οι εξεγερμένοι Έλληνες βρήκαν έτσι τον απαραίτητο χρόνο να αναπτυχθούν, ενώ παράλληλα ο σουλτάνος εξαφάνισε τον πιο επικίνδυνο ανταγωνιστή τους.
Δίδαγμα τέταρτο: κάποτε η συγκυρία λειτουργεί με απρόσμενα θετικό τρόπο.

Οι εξεγερμένοι μπορεί να κέρδισαν χρόνο, όμως τελικά δεν απέφυγαν τη στρατιωτική ήττα: τον Απρίλιο του 1827 η εξέγερση ήταν ουσιαστικά νεκρή.
Όταν όμως σώπασαν τα όπλα, μίλησε η διπλωματία. Η διπλωματική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συστηματική εκστρατεία στο πεδίο της κοινής γνώμης των ευρωπαϊκών χωρών συνέβαλαν στην πραγματοποίηση της διεθνούς επέμβασης που έκρινε το αποτέλεσμα και εξασφάλισε την ανεξαρτησία.
Δίδαγμα πέμπτο: Η ισχύς δεν είναι μόνο «σκληρή» και στρατιωτική, αλλά «μαλακή», δημιουργική και πολυεπίπεδη.

Τα πέντε αυτά διδάγματα διατηρούν τη σημασία τους, ιδίως στη τωρινή συγκυρία.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε υπερβατικές πολιτικές πρωτοβουλίες υψηλού ρίσκου στο επίπεδο της ηγεσίας που θα βασιστούν σε πλουραλιστικές συνέργειες δεξιοτήτων και θα εκδηλωθούν πολύμορφα και δημιουργικά ανεξάρτητα από την αρνητική συγκυρία.


[Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης,
στην έδρα Gladstone του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.]

 

kathimerini – 2φΑ


Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

"Ο ιστορικός λόγος στην Πνύκα "

 



1821 - 2021

Ο ιστορικός λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα

Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 και δημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838
στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
- Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. 

Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές.
Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών, η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα. -


«Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες, με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός.
Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο.
Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα.
Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμει τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν.
Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξει ο λαός την πίστιν του.
Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν.
Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας.
Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος.
Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. 

Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού.
Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι.
Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από τον λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε.
Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό, τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη.
Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει, ούτε να πολεμήσει.
Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή.
Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του.

Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει.
Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας.
Με τούτον τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πώς θα γενεί.
Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν.
Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και η γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει.
Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου.
Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. 

Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.
Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία.
Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα περασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια.
Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε.
Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε τον δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει.
Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχτεί η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχτεί η νύκτα και η αυριανή ήμερα. 

Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω τον λόγο μου,
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι!
Ζήτω η Ελληνική Νεολαία! »

 

in – 2φΑ


"Το Τέλος (4) "

                                              
 

1821 – 2021

Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη  [4/4]
-  Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης

….   Ο καιρός περνούσε και το τέλος πλησίαζε.
Ο γιος του ο Κολίνος ήταν πια σε ηλικία γάμου και ήδη αρραβωνιασμένος με τη χαριτωμένη εγγονή του Έλληνα Ηγεμόνα της Βλαχίας, του Πρίγκιπα Ιωάννη Καρατζά.
Σαν πατέρας ήθελε να δει τις «χαρές του». Αυτή ήταν η τελευταία του επιθυμία.
Κι αυτή η επιθυμία του εκπληρώθηκε! Ο γάμος έγινε με μεγάλη λαμπρότητα.
Ήταν το σημαντικότερο περιστατικό των τελευταίων χρόνων στην Αθήνα.
Η Εκκλησία γέμισε από Έλληνες και Ευρωπαίους «γαλαζοαίματους», συγγενείς και φίλους.
Την καλύτερη θέση την πήραν οι συμπολεμιστές με τις κατάλευκες φουστανέλες και τα καλογυαλισμένα άρματα.  Ο Βασιλιάς διέταξε τη στρατιωτική μουσική να σταθεί με μεγάλη στολή έξω από το σπίτι του Κολοκοτρώνη και να παιανίζει χαρμόσυνα.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις κράτησαν τρεις ολόκληρες μέρες. 

Μετά δυο μέρες, ο Κολοκοτρώνης πήγε στο χορό στα Ανάκτορα.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του έσερνε πρώτος το χορό, ενώ οι κυρίες και οι κύριοι της αριστοκρατίας τον επευφημούσαν θαυμάζοντας τις χορευτικές του ικανότητες και τις λεβέντικες φιγούρες του. Δυστυχώς όμως, ήπιε πολύ.
Ίσως η πολύ ευτυχία να λειτούργησε ανασταλτικά και να χάθηκε εκείνη τη βραδιά η εγκράτεια και η αυτοκυριαρχία που τον χαρακτήριζαν.
Ίσως όμως και ο Θεός να τον οδήγησε εκεί για να τον πάρει ευτυχισμένο. Ποιος να ξέρει!

Μεσάνυκτα ο Γέρος επέστρεψε στο σπίτι του, που δεν βρισκόταν μακριά από το Παλάτι.
Έπεσε βαρύς στο κρεβάτι αναστενάζοντας. Σε λίγο όλοι στο σπίτι κατάλαβαν ότι δεν πάει καλά. Άρχισαν να καταφθάνουν οι γιατροί. Στη διάγνωση όλοι τους συμφώνησαν.
Το τέλος πλησίαζε. Παρ’ όλα αυτά έκαναν ότι μπορούσαν.
Τον φλεβοτόμησαν, του έβαλαν βδέλλες και τοποθέτησαν χιόνι στο κεφάλι του.
Όλα μάταια, ο Θεός που μας τον είχε στείλει για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι είχε ήδη αποφασίσει να τον πάρει κοντά Του. Κάποια στιγμή, την ώρα που η γενναία ψυχή του ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το ανήμπορο σώμα του, ο Στρατηγός γύρισε και κοίταξε τα παιδιά του.
«Παιδιά μου» ψιθύρισε «Σας αφήνω τόσους φίλους όσα και τα φύλλα που έχουν όλα τα κλαριά. Φροντίστε να μην τους χάσετε».

Ήταν 11 η ώρα το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου του 1843, όταν ο Γέρος του Μοριά, ο Αρχιστράτηγος της Παλιγγενεσίας, ο θρυλικός και φοβερός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άφησε την στερνή του πνοή και πέρασε στο Πάνθεον των Ηρώων δίπλα στο Λεωνίδα, το Μέγα Αλέξανδρο, το Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στους συμπολεμιστές του Ανδρέα Μιαούλη, Οδυσσέα Ανδρούτσο, Αθανάσιο Διάκο και τόσους άλλους.
Οι οικείοι του τον έντυσαν με την επίσημη στολή του Αντιστρατήγου και τον έβαλαν ευλαβικά στο φέρετρο. Στα πόδια του τοποθέτησαν μια Τούρκικη σημαία, λάφυρο της Εθνεγερσίας ενώ τον ίδιο τον σκέπασαν με τη Γαλανόλευκη.
Πάνω στο φέρετρο ακούμπησαν το σπαθί, τα παράσημα του, την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες που φορούσε στα Επτάνησα σαν Ταγματάρχης. Βαρύ πένθος απλώθηκε παντού. 

Οι σημαίες υπεστάλησαν αμέσως για να επαρθούν μεσίστιες.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας που συνεδρίαζε εκείνη τη στιγμή, διέκοψε τις εργασίες του και σύσσωμο αναχώρησε για το σπίτι του Στρατηγού. Τα μαγαζιά έκλεισαν και σταμάτησε κάθε εργασία.
Κηρύχθηκε από τον Βασιλιά τριήμερο πένθος.
Οι στρατιωτικές μπάντες άρχισαν να περιφέρονται με πένθιμη μουσική.
Ήρθε και η ώρα της κηδείας. Η νεκρώσιμη πομπή ξεκίνησε από το σπίτι του, πέρασε την οδό Ερμού και κατέληξε στην Αγία Ειρήνη. Τη νεκροφόρα έσερναν τέσσερα άλογα και τη συνόδευσαν κρατώντας τις ταινίες οι Στρατηγοί Σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Church), Τζαβέλλας και Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης καθώς και οι Σύμβουλοι της Επικρατείας Γεώργιος Κουντουριώτης, Δεληγιάννης, Ρενιέρης, Μαύρος, Καρατζάς, Ρώμας και Παλαμήδης. 

Τα παράσημα του είχαν τοποθετηθεί τώρα σε μεταξωτά μαξιλάρια και εφέροντο από ανώτερους Αξιωματικούς. Ο Βασιλιάς πήρε θέση δίπλα στη σωρό. Ήταν φανερά συγκινημένος!
Πάντα έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα αγάπης και σεβασμού σ’ αυτόν που τόσο πολέμησε για τα μεγαλύτερα ιδανικά..

Η Εκκλησία είχε γεμίσει ασφυκτικά. Πλήθος κόσμου κάθε λογής. Χρυσοποίκιλτοι Αξιωματικοί και Πρέσβεις μαζί με Ακολούθους, φραγκοντυμένοι πολιτικοί και κομψές κυρίες δίπλα σε απλούς ανθρώπους της Ελληνικής υπαίθρου.
Ο πατέρας Κωνσταντίνος Οικονόμος «ο εξ Οικονόμων» εκφώνησε τον επικήδειο:
«Έπεσε λοιπόν, ω σεβασμιωτάτη και περιφανής ομήγυρις και ο γενναίος Αντιστράτηγος και Σύμβουλος της Επικρατείας και πρώην Αρχηγός της Πελοποννήσου Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!
Κείται και ούτος ο δυνατός εν πολέμοις και περικλεής εν αγαθοεργίαις, ο τοσαύτα και αυτός συνάμα μετά των λοιπών της Πατρίδος Αγωνιστών κατορθώσας … …».

Μετά την εξόδιο ακολουθία ξεκίνησαν όλοι υπό τους ήχους της πένθιμης μουσικής. Η πομπή πέρασε μπροστά από τα Ανάκτορα και κατευθύνθηκε στο νεκροταφείο όπου περίμενε ανοικτό το μνήμα. Ο ρομαντικός πεζογράφος και ποιητής Παναγιώτης Σούτσος με δακρυσμένα μάτια και με τρεμουλιασμένη φωνή ξεκίνησε να πει τα τελευταία λόγια: «Έλληνες! Ανήρ μέγας ετελεύθησε….».
Δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει για πολύ και ο λαλίστατος λογοτέχνης κλαίγοντας αναγκάσθηκε να ομολογήσει: «… το κυριεύσαν την ψυχήν μου πένθος παραλύει την λαλιάν μου».
Έτσι  ο  τελευταίος αποχαιρετισμός δεν ολοκληρώθηκε. 

Η Ελληνική γη δέχθηκε φιλόξενα το μεγάλο Πατριώτη, ενώ ο τόσο γνώριμος σ’ αυτόν κρότος από τις ομοβροντίες των πυροβόλων ήρθε να αποχαιρετήσει την αδάμαστη ψυχή του στο ατέλειωτο ταξίδι της στην αιωνιότητα.
Την ημέρα εκείνη επαληθεύτηκε πλήρως ο μύθος του  Πέρση για την Κόλαση και τον Παράδεισο. Η εικόνα όσων τον αποχαιρετούσαν ήταν αλάθητο σημάδι, ότι ο Στρατηγός βρισκόταν ήδη εκεί όπου «πάντες οι Άγιοι αναπαύονται».

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε, μα η προσφορά της ηρωικής του Οικογένειας συνεχίσθηκε. Δεν ήταν μόνο ο εγγονός του ο Ταγματάρχης Κολοκοτρώνης που έπεσε ηρωικά στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο, το 1913 στην Άνω Τζουμαγιά. 
Πολλοί απόγονοι του τήρησαν ευλαβικά την παράδοση δίνοντας το παρόν σε κάθε Αγώνα του Έθνους μας μέχρι σχεδόν στις μέρες μας. Τελευταίοι επιζώντες σήμερα είναι οι δισέγγονοι της εγγονής του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη από το υιό του Γενναίο, απόστρατοι Ναύαρχοι  Ιωάννης (Ντάννης) Θεοφανίδης ο γνωστός βατραχάνθρωπος, ο Νικόλαος Στάης και ο Πλοίαρχος ε.α. Δημοσθένης Ιωαννίδης. 

Η μοίρα θέλησε να εξακολουθήσει η παράδοση την πορεία της στο Ναυτικό, καθώς ο Γέρος του Μοριά ξεκίνησε τα πρώτα του κατορθώματα από τη θάλασσα. Αυτό πολύ λίγοι το γνωρίζουν!
Μα είναι αλήθεια, ότι την ηρωική του καριέρα ο Αρχιστράτηγος της Παλιγγενεσίας την είχε ξεκινήσει σαν Κυβερνήτης στο Καταδρομικό Πλοίο «Άγιος Γεώργιος», ενώ τα πρώτα μεγάλα του κατορθώματα τα πραγματοποίησε σαν Διοικητής Μοίρας Καταδρομικών στον πρώτο Ελληνικό Στόλο, στα «μαύρα καράβια» με Αρχηγό τον Γιάννη Σταθά. 

Αυτή όμως είναι μια άλλη πολύ παράξενη αλλά και ηρωική Ιστορία, που θα την πούμε όταν θα έρθει η ώρα της.

 

elzoni – 2φΑ


Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

"Η Μεγαλύτερη νίκη (3)"

                                        
 1821 – 2021

«Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια.
Ἔτσι λάμπει κ᾿ ἡ κλεφτουριά, οἱ Κολοκοτρωναῖοι,
Πὄχουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες πάλες.
Αὐτοὶ δὲν καταδέχονται τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν.
Καβάλα πᾶν᾿ στὴν Ἐκκλησιά, καβάλλα προσκυνᾶνε,
Καβάλα παίρνουν ἀντίδερο ἀπ᾿ τοῦ Παπᾶ τὸ χέρι.
Φλουριὰ ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς ἅγιους
καὶ στὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ ρίχνουνε τ᾿ ἅρματά τους».


-  Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη  [3/4]
Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης


….   Αφού γύρισε λοιπόν κάθε γωνιά της Πελοποννήσου, ο Στρατηγός πέρασε απέναντι στις Σπέτσες, στο νησί της συμπεθέρας του της Μπουμπουλίνας. Έκλαψε άλλη μια φορά και γι’ αυτή και για τον επίσης αδικοχαμένο γιο του, που είχε παντρευτεί την κόρη της.
Είχαν δολοφονηθεί και οι δύο! Στη συνέχεια, σαν καλός Χριστιανός έσπευσε να συγχωρεθεί με το Μέξη. Το ίδιο έκανε και με τον Κουντουριώτη στην Ύδρα.
Η βαθιά του Πίστη τον έκανε πάντα να συγχωρεί. Όπως εξιστορεί και ο Π. Σούτσος «κατά τα τελευταία έτη της ζωής του υπήρξε απλούς, αθώος και ήπιος, ως βρέφος …
Φιλιότανε με τους παλιούς εχθρούς του και με κάθε άνθρωπο που είχε ψυχραθεί».
Όμως πάντα ήταν πραγματικά ανεξίκακος.

Κάποτε πολλά χρόνια πριν, τον είχε πλησιάσει αυτός που είχε σκοτώσει τον αδελφό του εκτελώντας εντολή των Τούρκων. Πίστευε ίσως ότι ο Γέρος του Μοριά δεν θα τον αναγνώριζε.
Ήταν μάλιστα τόσο το θράσος του που φορώντας τον ολόχρυσο ντουλαμά του θύματος, τόλμησε να του ζητήσει και μια χάρη. Ο Κολοκοτρώνης αναστέναξε βαθιά.
Άλλος θα όρμαγε πάνω του να τον σκοτώσει. Αυτός όμως έκανε το αντίθετο.
Τον δέχθηκε με την καλοσύνη και την ταπεινότητα που του υπαγόρευε το μεγαλείο της γενναίας ψυχής του. Δεν τον εξυπηρέτησε μόνο, αλλά τον κράτησε φιλόξενα και για βραδινό φαγητό.

Στο ίδιο τραπέζι έκατσε κι η μάνα του. Μόλις αναγνώρισε το χρυσοκέντητο επενδύτη του δολοφονημένου παιδιού της, ξέσπασε σε κλάματα.
Μέσα στη δικαία της αγανάκτηση  τα έβαλε με τον Στρατηγό. «Πώς βάζεις στο τραπέζι μας το φονιά του αδελφού σου;» του είπε μέσα από τα αναφιλητά της.
Αμέσως όμως πήρε μια αληθινά Χριστιανική απάντηση από το στόμα του μεγαλόψυχου γιου της: «Σώπασε μάνα, εγώ τον συγχώρεσα και αυτό το τραπέζωμα είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον μακαρίτη τον αδελφό μου!» και μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο πια, ξέσπασε και εκείνος σε κλάματα.     

Τώρα που πλησίαζε το πέρασμα του στην άλλη ζωή, ήθελε να συγχωρέσει και το μεγαλύτερο εχθρό του. Ποιος ήταν αυτός; Ο Κωνσταντίνος Σχινάς. Αυτός που σαν Υπουργός Δικαιοσύνης προσπαθούσε να εξαναγκάσει τους δικαστές να τον καταδικάσουν σε θάνατο.
Μόνο δύο ήταν εκείνοι που δεν υπέκυψαν. Ο μόλις 32 ετών Πρόεδρος Αναστάσιος Πολυζωίδης είχε απαντήσει τότε στον Υπουργό: «Εν ονόματι της δικαιοσύνης, και του ιερού προσώπου του Βασιλέως δεν υπογράφω την καταδίκη! Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι!».
Το ίδιο απόλυτος ήταν και ο άλλος επίσης έντιμος δικαστής, ο Γεώργιος Τερτσέτης.
«Δεν θα μας βρείτε συνεργούς στη δολοφονία δύο ανθρώπων!» Μ’ αυτά τα λόγια είχε απαντήσει στον Υπουργό εννοώντας τον Κολοκοτρώνη και το συνκατηγορούμενο του, Δημήτριο Πλαπούτα.

Ο Κωνσταντίνος Σχινάς που είχε γίνει Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, βλέποντας τον Αρχιστράτηγο της Επαναστάσεως μπροστά του λύγισε.
Συναισθάνθηκε το μεγάλο του σφάλμα. Τότε ο Γέρος με ένα βλέμμα γαλήνιο γεμάτο καλοσύνη και ανωτερότητα προχώρησε κοντά του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε δίνοντας του για πάντα τη συγχώρεση.


elzoni – 2φΑ


"Διακόσια χρόνια! "

 


1821 – 2021

ΜΕΓΑ ΤΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΡΑΤΟΣ

 



2φΑ



"Αγιασμένη επανάσταση "

                                              
 

1821 – 2021

Φώτη Κόντογλου  -  Η ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
[Πονεμένη Ρωμιοσύνη]

«Για της πατρίδος την ελευθερίαν, - για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για αυτά τα δύο πολεμώ, - με αυτά να ζήσω επιθυμώ.
Κι αν δεν τα αποκτήσω, - τι με ωφελεί να ζήσω;»


Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο.
Είναι αγιασμένη.   ….
Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν καταπάνω στον Τούρκο δεν ήταν μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κόσμου, αλλά, πάνω από όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους για να γίνουν μωχαμετάνοι.
Για τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσαν δεν ήταν μονάχα η λευτεριά που ποθούν όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουν την αγιασμένη πίστη τους, που με αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους.
Για αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο το ρούχο από αυτό.

Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσαν στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήταν διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, παρόλο που ήταν αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμο όλο, και ζημειωθεί την ψυχή του;». Ή: «Τι θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» , «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!», κ.ά.

Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφάχτηκαν και κρεμάστηκαν για την πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή.
Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατώθηκαν για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για την πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια.
Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω.
Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και την ψυχή».

Η ελευθερία, που για αυτή θυσιάζονταν, δεν ήταν κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήταν ο ίδιος ο Χριστός, που για αυτόν είπε ο Απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι και η ελευθερία». Και αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε.
Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».

Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση και αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήταν αγιασμένοι όσοι πολέμησαν μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τριακόσια εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.   ….

 

romiosini

fb – Panteleimon Krouskos
2fA


"Ἑλλάς ἀνάστα, χαῖρε! "

                                                                          
 


1821 – 2021

Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός
-  Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...

«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».

Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.

«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.

 

nektar – 2fA


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

"Ὡς πότε παλικάρια.. "


1821 - 2021

Ρήγας Βελεστινλῆς 
-  "
ΘΟΥΡΙΟΣ"
ἤτοι ὁρμητικός πατριωτικός ὕμνος πρῶτος,
εἰς τόν ἦχον ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ    [1797]


ς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·

- Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί,
καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν,
κάμνουν τὸν ὅρκον. -

Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.

Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
- Τέλος τοῦ ὅρκου -

Σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, καὶ νότον καὶ βοριά,
γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθ᾿ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῇ,
στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ῥωμιοί,
Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴν ξενητιὰ
στὸν τόπον του καθ᾿ ἕνας, ἂς ἔλθῃ τώρα πλιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν
ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Ἡ Ῥούμελη τοὺς κράζει, μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοιχταῖς,
τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαῖς.
Ὡς πότ᾿ ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς;
ἔλα νὰ γένῃς στῦλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα, κᾀνένας νὰ χαθῇ
ἢ νὰ κρεμάσῃ φοῦντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ᾿ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι, ἂς χαθοῦν.
Σουλιώταις καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστὰ
ὡς πότε σταῖς σπηλιαῖς σας, κοιμᾶστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυρ᾿ ἀητοί,
κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γεννῆτε μιὰ ψυχή.

Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μιά,
καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
μὲ τ᾿ ἄρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ,
Τὸ αἷμα σας ἂς βράσῃ, μὲ δίκαιον θυμόν,
μικροὶ μεγάλ᾿ ὁμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴν καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς καὶ σεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν,
σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης καὶ τῆς Νύδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
καιρὸς εἶν᾿ τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀκοῦστε τὴν λαλιά.
Κι᾿ ὅσ᾿ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
οἱ νόμοι σᾶς προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά.
Μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννῆτ᾿ ἕνα κορμί,
κατὰ τῆς τυραννίας, ῥιχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σᾶς πονεῖ,
ζητᾷ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός;
τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴν ψηφᾷς,
μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾷς.
Συλήστρα καὶ Μπραΐλα, Σμαῆλι καὶ Κιλί,
Μπενδέρι καὶ Χωτῆνι, ἐσένα προσκαλεῖ.

Στρατεύματά σου στεῖλε, κ᾿ ἐκεῖνα προσκυνοῦν
γιατὶ στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Γγιουρντζῆ πλιὰ μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
τὸν Προύσια νὰ μοιάσῃς, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς
πασιᾶ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῇς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ συκωθῇς,
στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς.
Τοῦ Μισιριοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἂς μὴ φανῇ,
γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Μὲ μιὰ καρδίαν ὅλοι, μιὰ γνώμην, μιὰ ψυχή,
χτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ῥίζα νὰ χαθῇ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μιὰ φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιὰ
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν σταυρόν,
καὶ σὰν ἀστροπελέκια, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πῶς εἶναι δυνατός,
καρδιοκτυπᾷ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγὸν κι᾿ αὐτός.
Τρακόσοι Γγιρτζιαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ ἰδῇ,
πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστᾶ τους νὰ εὐγῇ.
Λοιπὸν γιατί ἀργῆτε, τί στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήσετε μὴν εἶστε ἐνάντιοι κ᾿ ἐχθροί.
Πῶς οἱ προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ᾿ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιὰ
τ᾿ ἄρματα, καὶ νὰ βγοῦμεν ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψῃ ὁ σταυρός,
καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός.
Ὁ κόσμος νὰ γλυτώσῃ, ἀπ᾿ αὕτην τὴν πληγή,
κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ.

Πέρας μὲν ὧδε,
Ἡ δὲ αὖ πράξις τέρας.

 

nektar – 2fA



 

"Σαρακοστή του 1842 (2)"

                                                                

                                                                                
                        

1821 - 2021

"Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη"   [2/4]
-  Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης


Οι παλιοί Αθηναίοι τον θαύμαζαν και τον περιέβαλαν με αγάπη και σεβασμό.
Όλοι επιζητούσαν την παρέα του και απολάμβαναν τα έξυπνα αστεία του.
Ήταν πάντα εύθυμος, θυμόσοφος, καυστικός, πνευματώδης, απλός αλλά και επιγραμματικός στις κρίσεις του. Ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο διηγείτο τη δεκαετία του ’60 ο δισέγγονος του Στρατηγός Βλαδίμηρος Κολοκοτρώνης.
Η Πρεσβεία της Γαλλίας είχε χορό. Πρώτος και καλύτερος από τους προσκεκλημένους ήταν ο Γέρος του Μοριά.

Τον υποδέχθηκε εγκάρδια η Πρέσβειρα, που όμως επειδή γνώριζε πολύ καλά την Ελληνική γλώσσα  ήξερε και τι σημαίνει το πρώτο συνθετικό του επωνύμου του.
Γι’ αυτό ντράπηκε και άρχισε να τον αποκαλεί με το δεύτερο μόνο συνθετικό.
Καμμία αντίδραση από τον Στρατηγό, μέχρι που κάποια στιγμή του είπε:
«Καθίστε κύριε Κοτρώνη».
Αμέσως αυτός γύρισε στην Πρέσβειρα και ρώτησε δήθεν με απορία:
«Πώς να καθίσω εξοχοτάτη, αφού εσείς μου κόψατε τον …. ;» και ανέφερε το πρώτο μέρος του σύνθετου ονόματος του.

Επισκεπτόταν συχνά το Βασιλιά και με την αλάθητη κρίση του τον συμβούλευε.
Ο Όθωνας τον άκουγε με προσοχή, αν και δεν έκανε πάντα ό,τι έπρεπε.
Ήταν ακόμα μικρός και άπειρος γι’ αυτό επηρεαζόταν κι από άλλους που δεν αγαπούσαν την Πατρίδα κι αυτόν τον ίδιο, όσο ο Κολοκοτρώνης.
Ούτε είχαν την οξυδέρκεια του.
Στις αρχές του 1843, τον συμβούλευσε για Κυβερνητικές αλλαγές και αναπροσαρμογή της πολιτικής του. Ο Βασιλιάς άλλαξε την Κυβέρνηση, αλλά δυστυχώς σταμάτησε εκεί. Ειλικρινής και με παρρησία ο Γέρος, είπε στον Όθωνα: «Άλλαξαν οι βιολιτζήδες, όχι και ο χαβάς!».

Ο Βασιλιάς δυσαρεστήθηκε γιατί είχε μάθει να βλέπει μόνο κόλακες γύρω του.
Τότε ο γιος του ο Γενναίος τα έβαλε μαζί του: «Γιατί πατέρα δυσαρέστησες τον Βασιλιά;» πήγε να του πει. Τον σταμάτησε όμως άγρια ο Γέρος λέγοντας: «Σώπα. Εσείς όλοι μέσα στο κορύτο δεν βλέπετε λίγο πιο μακριά από τη μύτη σας!
Να πεις στο Βασιλιά να αλλάξει δρόμο τώρα όσο είναι καιρός, γιατί θα ξημερώσει ….».
Ούτε προφήτης να ήταν! Πραγματικά δεν άργησε να ξημερώσει η συνταγματική μεταβολή του 1843, για να ακολουθήσει αρκετά μετά η εκθρόνιση.    

Όπως και οι  Αρχαίοι Έλληνες, και ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε σημαντικό πράγμα στον άνθρωπο την υστεροφημία του, δηλαδή τι θα λένε γι’ αυτόν μετά τον θάνατο του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διηγείτο ένα δικό του μύθο.
Έλεγε ότι τάχα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια είχε περάσει ένας σοφός Πέρσης ταξιδιώτης. Του άρεσε η Αθήνα και έμεινε πολύ καιρό συναναστρεφόμενος του Αθηναίους.
Μια μέρα είδε μια κηδεία να περνά μπροστά από το καφενείο, όπου βρισκόταν με παρέα. Όλοι σηκώθηκαν σιωπηλοί και έκαναν τον σταυρό τους.
Μόλις πέρασε η νεκρώσιμη πομπή, ο Πέρσης φώναξε το γραμματικό του και του είπε:
«Πήγαινε σε παρακαλώ να μάθεις και να μου πεις αν ο μακαρίτης πήγε στην Κόλαση ή στον Παράδεισο». Αμέσως ο γραμματικός έφυγε για να επιστρέψει μετά από λίγη ώρα λέγοντας με κατεβασμένο το κεφάλι στ’ αφεντικό του: «Πήγε στην Κόλαση!».

Οι Αθηναίοι απόρησαν. Είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να ξέρει τέτοια πράγματα;
Η απορία τους λύθηκε λίγες μέρες μετά. Έτυχε ξανά να περάσει από το ίδιο καφενείο μπροστά μια άλλη νεκρώσιμη πομπή.
Ο «σοφός» Πέρσης έστειλε και πάλι το γραμματικό του να κάνει την ίδια διερεύνηση.
Αυτός μετά  από λίγο επέστρεψε χαμογελαστός λέγοντας «Πήγε στον Παράδεισο!».
Οι Αθηναίοι τότε ρώτησαν το φιλοξενούμενο τους να τους πει πως είναι δυνατόν να βγει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τότε ο πολύξερος ανατολίτης τους απάντησε: «Είναι τόσο απλό που δεν το φαντάζεσθε! Αν ακούσεις τι λέει ο κόσμος γι’ αυτόν που πέθανε εύκολα το καταλαβαίνεις. Οι κατάρες των συμπολιτών, η οργή του κόσμου και το ανάθεμα συνοδεύει τους κακούς ανθρώπους στην τελευταία τους κατοικία. Αντίθετα τους καλούς ανθρώπους τους συνοδεύουν οι ευλογίες και οι καλές αναμνήσεις από το έργα τους σ’ αυτό τον κόσμο. Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από τον πρόδρομο στην Κρίση του Θεού».

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα γεγονότα. Πολλοί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος προαισθάνεται το τέλος του. Δεν είμαστε λίγοι όσοι έχουμε εμπειρίες από προσφιλή μας πρόσωπα που έδειξαν τέτοια σημεία πριν τον θάνατο τους.
Τέτοια σημεία έδειξε και ο Αρχιστράτηγος της Παλιγγενεσίας.

Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1842 είχε αρχίσει να προαισθάνεται το τέλος του.
Πριν το ηλιοβασίλεμα της πολυτάραχης ζωής του θέλησε να αποχαιρετήσει τα μέρη που πολέμησε, να συναντήσει για τελευταία φορά τους πιστούς συμπολεμιστές του και να συγχωρήσει όσους του έκαναν κακό.
Ζώστηκε τα τιμημένα του άρματα σαν να πρόκειται να πάει ξανά να συναντήσει τους Τούρκους στη μάχη και καβάλησε με καμάρι και λεβεντιά το πανέμορφο άλογο του.
Στα καπούλια έκατσε ο μικρότερος γιος του ο Πάνος.
Ήταν το στερνοπαίδι του, που είχε το ίδιο όνομα με τον άλλο γιο του που είχε σκοτωθεί τόσο άδικα στον εμφύλιο σπαραγμό.

Πραγματικά γερασμένος τότε ο Κολοκοτρώνης,  αλλά ακόμα ακμαίος, ξεκίνησε για τον Μοριά.
Η διέλευση του από κάθε χωριό ή πόλη θύμιζε γιορτή.
Οι κουμπουριές βροντούσαν, οι καπνοί από τα κανόνια μαύριζαν τον ουρανό, οι καμπάνες κτυπούσαν ασταμάτητα ενώ τα δημοτικά τραγούδια και ο χορός έδιναν και έπαιρναν.
Πέρασε από την Τριπολιτσά και σταμάτησε ευλαβικά κάνοντας τον σταυρό του μπροστά από το ξερό κούτσουρο που είχε απομείνει από τον μεγάλο πλάτανο όπου κάποτε κρεμούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές της ελευθερίας.

Όλοι τότε θυμήθηκαν τα λόγια που είχε πει μπαίνοντας νικητής με την άλωση της Τριπολιτσάς: «Πόσοι από το Έθνος μου και τη φαμίλια μου έχουν κρεμαστεί εδώ!» και αμέσως μετά είχε δώσει τη διαταγή: «Κόψτε το! Δεν χρειάζεται πια! Οι Τούρκοι δεν θα μπορέσουν να ξανακρεμάσουν κανένα!».
Στη συνέχεια, πέρασε από το Δελβενάκι, εκεί όπου η ευφυΐα, ο στρατηγικός του νους και η τόλμη του, διέσωσαν τον Αγώνα καταστρέφοντας την πανίσχυρη  Στρατιά του Σερασκέρη, δηλαδή του Αρχιστρατήγου Μαχμούτ Πασά, που τον αποκαλούσαν Δράμαλη επειδή είχε γεννηθεί στη Δράμα. Στο Βαλτέτσι σταματώντας λίγο «να ξαποστάσει», ξαναθυμήθηκε τη φονική μάχη αλλά και τη περήφανη νίκη που στεφάνωσε τα Ελληνικά όπλα.   ….

 

elzoni – 2φΑ


Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

"Ο Γέρος του Μοριά (1)"

                                                                         
                            

1821 - 2021

-  "Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη"    [1/4]
Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης


Το 1842 ήταν το τελευταίο έτος που το έζησε  ο Γέρος του Μοριά καθώς στις αρχές του επομένου άφησε το δικό μας κόσμο για να συναντήσει του ένδοξους προγόνους του.
Ήταν ένας από τους λίγους Κολοκοτρωναίους που πέθανε στο κρεβάτι και όχι στη μάχη.
Ίσως γιατί γεννήθηκε πάνω σε μάχη. Ήταν τότε με τα «Ορλωφικά».
Μεγάλη Δευτέρα στις 29 Μαρτίου 1770, ενώ οι Έλληνες επιχείρησαν να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά, οι Τούρκοι έκαναν γιουρούσι και τους κατατρόπωσαν. Ακολούθησαν σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμοί. Οι Τούρκοι κυνηγούσαν παντού τους δυστυχισμένους ραγιάδες που τόλμησαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Στα βουνά απέναντι από την Τρίπολη που καίγονταν, πάνω στην πλαγιά στο Ραμαβούνι, όμως ήταν γραφτό να γεννηθεί ο ελευθερωτής τους.

Εκεί, τη Δευτέρα του Πάσχα, είχαν πιάσει οι πόνοι την ετοιμόγεννη μάνα του.
Κάτω από ένα δένδρο και ενώ γύρω της τα παλικάρια πολεμούσαν για να σταματήσουν τους Τούρκους, η «Καπετάνισσα» η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, γέννησε.
Έτσι ακριβώς ήρθε στο ζωή το μικρό αγόρι που θα γινόταν αργότερα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Ιστορίας μας. Το κλάμα του δεν ακούστηκε, το σκέπασαν οι κλαγγές των όπλων, οι εκρήξεις, οι πυροβολισμοί και η βουή της μάχης.
Δυο ματωμένα κουρέλια το τύλιξαν για να ζεστάνουν το ξυλιασμένο κορμάκι του.
Δεν άκουσε το καημένο ούτε ευχές ούτε νανούρισμα, αλλά μόνο τα αναφιλητά των ορφανών, τα μοιρολόγια των μαυροφορεμένων μανάδων και συζύγων και τις κατάρες τους για τους Τούρκους.

Αυτά ήταν τα καλοσωρίσματα στη ζωή του. Ακόμη και ο παππούς του ο Γιάννης Κολοκοτρώνης όταν έμαθε τη γέννηση του μελαγχόλησε. Άλλος ένας ραγιάς γεννήθηκε! «Άντε μωρέ!» είπε αναστενάζοντας «και τούτο το παιδί θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, θα κάνει εγγόνια και πάλι σκλάβοι θα είμαστε!». Πόσο έξω έπεσε!
Αλλά τι άλλο μπορούσε να πει κι αυτός ο τόσο δυστυχισμένος αγωνιστής της ελευθερίας!
Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι από το 1742 μέχρι το 1806 είχαν σκοτωθεί εβδομήντα Κολοκοτρωναίοι πολεμώντας, χωρίς να δουν την Πατρίδα ελεύθερη.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο τυχερότερος από τη γενιά του.
Ήταν ο πρώτος που είδε την Ελλάδα ελεύθερη.
Βέβαια δεν ήταν λίγη η πίκρα που δοκίμασε κλεισμένος άδικα στη φυλακή περιμένοντας να τον εκτελέσουν. Η απότομη απαλλαγή από το ζυγό βρήκε ανώριμους τους Έλληνες και η δολοφονία του Καποδίστρια είχε αφήσει ένα μεγάλο κενό. Μετά τη λήξη της «πεφωτισμένης δεσποτείας», η κατάσταση πήγαινε από κακό σε χειρότερο.
Στην περίοδο της Αντιβασιλείας η αδικία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.

Σχολιάζοντας τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Γέρος του Μοριά είχε πει ένα αλληγορικό μύθο: «Κάποτε τα γαϊδουράκια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρά γιατί σ’ αυτόν απέδωσαν τη δυστυχία τους να είναι υποζύγια των ανθρώπων. Πίστευαν ότι χωρίς αυτόν θα έμεναν επιτέλους χωρίς σαμάρια και δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τα φορτώνουν. Δυστυχώς όμως δεν έγινε έτσι.
Τα σαμάρια άρχισαν να τα φτιάχνουν οι άπειροι βοηθοί του σαμαρά οι καλφάδες.
Όπως ήταν φυσικό αυτά δεν ήταν καλοφτιαγμένα και γι’ αυτό πλήγωναν και κούραζαν περισσότερο τα δυστυχισμένα ζώα τα οποία οι άνθρωποι δεν έπαψαν να φορτώνουν».

Αυτό συνέβη και με τους Έλληνες τότε. Δεν τους άρεσε ο έμπειρος Κυβερνήτης και έπεσαν στα χειρότερα χέρια. Εκτός όμως απ’ αυτό, άρχισαν πάλι οι διχόνοιες, ενώ οι ραδιουργίες σημείωσαν ιδιαίτερη έξαρση. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κατηγορήθηκε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ότι δήθεν συνωμοτούσε.
Μεγάλο το ψέμα και μετά από μια παρωδία δίκης καταδικάσθηκε σε θάνατο.
Γλίτωσε τη ζωή του μετά από πολλές παρακλήσεις του επιτροπευόμενου λόγω ηλικίας Βασιλέα και η ποινή του μετριάσθηκε σε φυλάκιση είκοσι ετών. Μ’ όλη του τη δυστυχία, είπε τότε χλευάζοντας: «Θα τους ξεγελάσω», δηλαδή θα τους εξαπατήσω, «δεν θα ζήσω τόσα χρόνια!».

Τελικά δεν χρειάσθηκε «να τους ξεγελάσει».
Στις 20 Μαΐου 1835, ο μέχρι τότε ανήλικος Βασιλιάς Όθων, ενηλικιώθηκε και ανέλαβε πια επίσημα τα καθήκοντα του. Το πρώτο βασιλικό διάταγμα με την υπογραφή του ήταν η αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη! Την ίδια μέρα ο νεαρός Βασιλιάς προβίβασε σε Συνταγματάρχη το γιο του Γέρου, τον Ιωάννη που τον αποκαλούσαν Γενναίο, για να τον πάρει αργότερα Υπασπιστή του.
Η είδηση έφθασε στο φυλακισμένο ηγέτη της Παλιγγενεσίας την Κυριακή στις 27 Μαΐου.
Ο Γέρος βγήκε αμέσως από τη φυλακή και όπως διηγείται ο ίδιος: «Η υποδοχή όπου μου έκαμε ο λαός, μ’ έκαμεν να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες όπου επέρασα. Έβλεπα άλλους να κλαίουν, άλλους να γελούν και όλοι να φωνάζουν: Ζήτω ο Βασιλιάς! Ζήτω η δικαιοσύνη!».
Πραγματικά, ο κόσμος δεν τον άφηνε να προχωρήσει.  Δύο ολόκληρες ώρες έκανε για να φθάσει στο σπίτι του!

Σε τρεις μέρες έφυγε για την Αθήνα, όπου τον περίμεναν τα νέα του καθήκοντα.
Ο Βασιλιάς τον είχε διορίσει Σύμβουλο της Επικρατείας. Η χαρά του δεν περιγράφεται.
Επιτέλους το Ελληνικό Κράτος αναγνώριζε την αξία του. Ανέλαβε τα καθήκοντα του με πλήρη επίγνωση της ευθύνης. Στη νέα του θέση ο γενναίος Στρατηγός έδειξε για άλλη μια φορά το ήθος του και την ικανότητα του, χωρίς όμως να τον εγκαταλείπει το πηγαίο χιούμορ, που χαρακτηρίζει όλους του ευφυείς ανθρώπους.
Όταν μάλιστα έφθασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το θέμα της καταργήσεως της θανατικής ποινής με λαιμητόμο, ο Κολοκοτρώνης προσποιούμενος ότι έχει αντιρρήσεις είπε: «Όχι δεν συμφωνώ! θα ήθελα να δοκιμάσετε και εσείς την τρομάρα της γκιλοτίνας!».
Μια τρομάρα που αυτός την είχε ζήσει τόσο έντονα τα τελευταία χρόνια σα μελλοθάνατος.

Από μικρός είχε μεγάλο καημό με τη μόρφωση. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στο «κρυφό σχολειό» από ένα γέρο καλόγερο. Αυτός τον είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει χρησιμοποιώντας σαν αναγνωστικό «το ψαλτήρι, τ’ οκτωήχι, το μηναίο κι άλλες προφητείες».
Όταν κατέφυγε στα Επτάνησα, κυνηγημένος από αλλοεθνείς και ομοεθνείς, μόνο αυτά τα «κολλυβογράμματα» γνώριζε. Εκεί του δόθηκε όμως η ευκαιρία να καλλιεργηθεί πνευματικά. Ώρες ατέλειωτες στη φτωχή του κάμαρα, σκυμμένος στα βιβλία μελετούσε με λαχτάρα για την παλιά δόξα της φυλής μας. Διάβαζε για το Λεωνίδα, το Μιλτιάδη, το Θεμιστοκλή που τους θαύμαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.

Σύντομα είχε ξεσκονίσει τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, χωρίς να παραλείψει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Δεν πήγαινε ποτέ στα καφενεία, ούτε έπαιζε «κοντσίνα», το προσφιλέστατο επιτραπέζιο παιχνίδι της εποχής του, αλλά σύχναζε μόνο στις συγκεντρώσεις των διανοουμένων, που γοητευμένος από τις γνώσεις τους προσπαθούσε να τους φθάσει.
Ο καλύτερος φίλος του ήταν ο φημισμένος για τη λογιότητά του ποιητής και δάσκαλος του Διονυσίου Σολωμού, Αντώνιος Μαρτελάος, ο οποίος του συνιστούσε διαρκώς νέα βιβλία.
Ατέλειωτες ώρες συζητούσε μ’ αυτόν τις εντυπώσεις του από τη μελέτη και έλυνε τις απορίες του.

Ο Κολοκοτρώνης δεν αρκέσθηκε μόνο στους Αρχαίους, αλλά  προχώρησε και στη μελέτη των νεοτέρων και ειδικά μάλιστα εκείνων που προηγήθηκαν της Γαλλικής Επαναστάσεως.
Η μελέτη της «διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου» ήταν σταθμός στη ζωή του!
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τελικά δεν έμεινε ολιγογράμματος.
Αντίθετα μάλιστα, το γνήσιο ενδιαφέρον του για την παιδεία είχε αναβαθμίσει σημαντικά το μορφωτικό του επίπεδο. Το γεγονός αυτό τον έκανε ιδιαίτερα  ευαίσθητο στον τομέα αναπτύξεως της παιδείας. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην ομιλία του, το Νοέμβριο του 1838, τέσσερα περίπου χρόνια πριν το θάνατο του.

Η ομιλία αυτή που αποτελεί την πνευματική διαθήκη του Γέρου στη νεολαία, έγινε σε συγκέντρωση μαθητών με τους δασκάλους τους και τον Γυμνασιάρχη Γεώργιο Γεννάδιο.
Μεγάλη ήταν η χαρά του όταν διορίσθηκε μέλος της Επιτροπής για την ανέγερση του κτιρίου του Πανεπιστημίου. Κάθε μέρα μαζί με το Ζαΐμη, πήγαινε να επιστατήσει τις εργασίες ενθουσιασμένος απ’ αυτό το έργο που θα στέγαζε τη διδασκαλία της Επιστήμης.
Μια μέρα ευθυμολογώντας, όπως συνήθιζε, ρώτησε τον γιο του τον Κολίνο:
«Ποιο είναι το Εθνικό Σπίτι της Ελλάδας;». |
Δεν ήξερε τι να του απαντήσει ο νεαρός, αλλά βιάστηκε να πει μ’ όλη του την αφέλεια:
«Το Παλάτι του Βασιλιά!».
«Όχι παιδάκι μου. Δεν είναι αυτό!» απάντησε ο Γέρος του Μοριά.
«Το Εθνικό μας Σπίτι είναι το Πανεπιστήμιο!»   ….

 

 elzoni – 2φΑ