1821 - 2021
"Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη" [2/4]
- Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης
Οι παλιοί Αθηναίοι τον θαύμαζαν και τον περιέβαλαν με αγάπη και σεβασμό.
Όλοι
επιζητούσαν την παρέα του και απολάμβαναν τα έξυπνα αστεία του.
Ήταν πάντα εύθυμος, θυμόσοφος, καυστικός, πνευματώδης, απλός αλλά και
επιγραμματικός στις κρίσεις του. Ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο διηγείτο τη
δεκαετία του ’60 ο δισέγγονος του Στρατηγός Βλαδίμηρος Κολοκοτρώνης.
Η Πρεσβεία της Γαλλίας είχε χορό. Πρώτος και καλύτερος από τους προσκεκλημένους
ήταν ο Γέρος του Μοριά.
Τον υποδέχθηκε εγκάρδια η Πρέσβειρα, που όμως επειδή γνώριζε
πολύ καλά την Ελληνική γλώσσα ήξερε και
τι σημαίνει το πρώτο συνθετικό του επωνύμου του.
Γι’ αυτό ντράπηκε και άρχισε
να τον αποκαλεί με το δεύτερο μόνο συνθετικό.
Καμμία αντίδραση από τον Στρατηγό,
μέχρι που κάποια στιγμή του είπε:
«Καθίστε κύριε Κοτρώνη».
Αμέσως αυτός γύρισε στην Πρέσβειρα και ρώτησε δήθεν με απορία:
«Πώς να καθίσω εξοχοτάτη, αφού εσείς μου κόψατε τον …. ;» και ανέφερε το πρώτο
μέρος του σύνθετου ονόματος του.
Επισκεπτόταν συχνά το Βασιλιά και με την αλάθητη κρίση του
τον συμβούλευε.
Ο Όθωνας τον άκουγε με προσοχή, αν και δεν έκανε πάντα ό,τι
έπρεπε.
Ήταν ακόμα μικρός και άπειρος γι’ αυτό επηρεαζόταν κι από άλλους που δεν
αγαπούσαν την Πατρίδα κι αυτόν τον ίδιο, όσο ο Κολοκοτρώνης.
Ούτε είχαν την οξυδέρκεια του.
Στις αρχές του 1843, τον συμβούλευσε για Κυβερνητικές αλλαγές και αναπροσαρμογή
της πολιτικής του. Ο Βασιλιάς άλλαξε την Κυβέρνηση, αλλά δυστυχώς σταμάτησε
εκεί. Ειλικρινής και με παρρησία ο Γέρος, είπε στον Όθωνα: «Άλλαξαν οι
βιολιτζήδες, όχι και ο χαβάς!».
Ο Βασιλιάς δυσαρεστήθηκε γιατί είχε μάθει να βλέπει μόνο
κόλακες γύρω του.
Τότε ο γιος του ο Γενναίος τα έβαλε μαζί του: «Γιατί πατέρα
δυσαρέστησες τον Βασιλιά;» πήγε να του πει. Τον σταμάτησε όμως άγρια ο Γέρος
λέγοντας: «Σώπα. Εσείς όλοι μέσα στο κορύτο δεν βλέπετε λίγο πιο μακριά από τη
μύτη σας!
Να πεις στο Βασιλιά να αλλάξει δρόμο τώρα όσο είναι καιρός, γιατί θα
ξημερώσει ….».
Ούτε προφήτης να ήταν! Πραγματικά δεν άργησε να ξημερώσει η συνταγματική
μεταβολή του 1843, για να ακολουθήσει αρκετά μετά η εκθρόνιση.
Όπως και οι Αρχαίοι
Έλληνες, και ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε σημαντικό πράγμα στον άνθρωπο την
υστεροφημία του, δηλαδή τι θα λένε γι’ αυτόν μετά τον θάνατο του.
Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του διηγείτο ένα δικό του μύθο.
Έλεγε ότι τάχα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια είχε περάσει ένας σοφός Πέρσης
ταξιδιώτης. Του άρεσε η Αθήνα και έμεινε πολύ καιρό συναναστρεφόμενος του
Αθηναίους.
Μια μέρα είδε μια κηδεία να περνά μπροστά από το καφενείο, όπου
βρισκόταν με παρέα. Όλοι σηκώθηκαν σιωπηλοί και έκαναν τον σταυρό τους.
Μόλις
πέρασε η νεκρώσιμη πομπή, ο Πέρσης φώναξε το γραμματικό του και του είπε:
«Πήγαινε σε παρακαλώ να μάθεις και να μου πεις αν ο μακαρίτης πήγε στην Κόλαση
ή στον Παράδεισο». Αμέσως ο γραμματικός έφυγε για να επιστρέψει μετά από λίγη
ώρα λέγοντας με κατεβασμένο το κεφάλι στ’ αφεντικό του: «Πήγε στην Κόλαση!».
Οι Αθηναίοι απόρησαν. Είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να
ξέρει τέτοια πράγματα;
Η απορία τους λύθηκε λίγες μέρες μετά. Έτυχε ξανά να
περάσει από το ίδιο καφενείο μπροστά μια άλλη νεκρώσιμη πομπή.
Ο «σοφός» Πέρσης έστειλε και πάλι το γραμματικό του να κάνει την ίδια
διερεύνηση.
Αυτός μετά από λίγο
επέστρεψε χαμογελαστός λέγοντας «Πήγε στον Παράδεισο!».
Οι Αθηναίοι τότε
ρώτησαν το φιλοξενούμενο τους να τους πει πως είναι δυνατόν να βγει ένα τέτοιο
συμπέρασμα. Τότε ο πολύξερος ανατολίτης τους απάντησε: «Είναι τόσο απλό που δεν
το φαντάζεσθε! Αν ακούσεις τι λέει ο κόσμος γι’ αυτόν που πέθανε εύκολα το
καταλαβαίνεις. Οι κατάρες των συμπολιτών, η οργή του κόσμου και το ανάθεμα
συνοδεύει τους κακούς ανθρώπους στην τελευταία τους κατοικία. Αντίθετα τους
καλούς ανθρώπους τους συνοδεύουν οι ευλογίες και οι καλές αναμνήσεις από το
έργα τους σ’ αυτό τον κόσμο. Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από τον πρόδρομο
στην Κρίση του Θεού».
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα γεγονότα. Πολλοί πιστεύουν ότι ο
άνθρωπος προαισθάνεται το τέλος του. Δεν είμαστε λίγοι όσοι έχουμε εμπειρίες
από προσφιλή μας πρόσωπα που έδειξαν τέτοια σημεία πριν τον θάνατο τους.
Τέτοια
σημεία έδειξε και ο Αρχιστράτηγος της Παλιγγενεσίας.
Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1842 είχε αρχίσει να προαισθάνεται το τέλος
του.
Πριν το ηλιοβασίλεμα της πολυτάραχης ζωής του θέλησε να αποχαιρετήσει τα
μέρη που πολέμησε, να συναντήσει για τελευταία φορά τους πιστούς συμπολεμιστές
του και να συγχωρήσει όσους του έκαναν κακό.
Ζώστηκε τα τιμημένα του άρματα σαν να πρόκειται να πάει ξανά να συναντήσει τους
Τούρκους στη μάχη και καβάλησε με καμάρι και λεβεντιά το πανέμορφο άλογο του.
Στα καπούλια έκατσε ο μικρότερος γιος του ο Πάνος.
Ήταν το στερνοπαίδι του, που είχε το ίδιο όνομα με τον άλλο γιο του που είχε
σκοτωθεί τόσο άδικα στον εμφύλιο σπαραγμό.
Πραγματικά γερασμένος τότε ο Κολοκοτρώνης, αλλά ακόμα ακμαίος, ξεκίνησε για τον Μοριά.
Η
διέλευση του από κάθε χωριό ή πόλη θύμιζε γιορτή.
Οι κουμπουριές βροντούσαν, οι καπνοί από τα κανόνια μαύριζαν τον ουρανό, οι
καμπάνες κτυπούσαν ασταμάτητα ενώ τα δημοτικά τραγούδια και ο χορός έδιναν και
έπαιρναν.
Πέρασε από την Τριπολιτσά και σταμάτησε ευλαβικά κάνοντας τον σταυρό
του μπροστά από το ξερό κούτσουρο που είχε απομείνει από τον μεγάλο πλάτανο
όπου κάποτε κρεμούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές της ελευθερίας.
Όλοι τότε
θυμήθηκαν τα λόγια που είχε πει μπαίνοντας νικητής με την άλωση της Τριπολιτσάς:
«Πόσοι από το Έθνος μου και τη φαμίλια μου έχουν κρεμαστεί εδώ!» και αμέσως
μετά είχε δώσει τη διαταγή: «Κόψτε το! Δεν χρειάζεται πια! Οι Τούρκοι δεν θα
μπορέσουν να ξανακρεμάσουν κανένα!».
Στη συνέχεια, πέρασε από το Δελβενάκι, εκεί όπου η ευφυΐα, ο στρατηγικός του
νους και η τόλμη του, διέσωσαν τον Αγώνα καταστρέφοντας την πανίσχυρη Στρατιά του Σερασκέρη, δηλαδή του
Αρχιστρατήγου Μαχμούτ Πασά, που τον αποκαλούσαν Δράμαλη επειδή είχε γεννηθεί
στη Δράμα. Στο Βαλτέτσι σταματώντας λίγο «να ξαποστάσει», ξαναθυμήθηκε τη
φονική μάχη αλλά και τη περήφανη νίκη που στεφάνωσε τα Ελληνικά όπλα. ….
elzoni – 2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου