«Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια.
Ἔτσι λάμπει κ᾿ ἡ κλεφτουριά, οἱ Κολοκοτρωναῖοι,
Πὄχουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες πάλες.
Αὐτοὶ δὲν καταδέχονται τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν.
Καβάλα πᾶν᾿ στὴν Ἐκκλησιά, καβάλλα προσκυνᾶνε,
Καβάλα παίρνουν ἀντίδερο ἀπ᾿ τοῦ Παπᾶ τὸ χέρι.
Φλουριὰ ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς ἅγιους
καὶ στὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ ρίχνουνε τ᾿ ἅρματά τους».
- Οι τελευταίες ημέρες του Θεοδώρου
Κολοκοτρώνη [3/4]
Γράφει ο Στυλιανός Πολίτης
…. Αφού γύρισε λοιπόν κάθε γωνιά της
Πελοποννήσου, ο Στρατηγός πέρασε απέναντι στις Σπέτσες, στο νησί της συμπεθέρας
του της Μπουμπουλίνας. Έκλαψε άλλη μια φορά και γι’ αυτή και για τον επίσης
αδικοχαμένο γιο του, που είχε παντρευτεί την κόρη της.
Είχαν δολοφονηθεί και οι
δύο! Στη συνέχεια, σαν καλός Χριστιανός έσπευσε να συγχωρεθεί με το Μέξη. Το
ίδιο έκανε και με τον Κουντουριώτη στην Ύδρα.
Η βαθιά του Πίστη τον έκανε πάντα
να συγχωρεί. Όπως εξιστορεί και ο Π. Σούτσος «κατά τα τελευταία έτη της ζωής
του υπήρξε απλούς, αθώος και ήπιος, ως βρέφος …
Φιλιότανε με τους παλιούς
εχθρούς του και με κάθε άνθρωπο που είχε ψυχραθεί».
Όμως πάντα ήταν πραγματικά
ανεξίκακος.
Κάποτε πολλά χρόνια πριν, τον είχε πλησιάσει αυτός που είχε
σκοτώσει τον αδελφό του εκτελώντας εντολή των Τούρκων. Πίστευε ίσως ότι ο Γέρος
του Μοριά δεν θα τον αναγνώριζε.
Ήταν μάλιστα τόσο το θράσος του που φορώντας
τον ολόχρυσο ντουλαμά του θύματος, τόλμησε να του ζητήσει και μια χάρη. Ο
Κολοκοτρώνης αναστέναξε βαθιά.
Άλλος θα όρμαγε πάνω του να τον σκοτώσει. Αυτός
όμως έκανε το αντίθετο.
Τον δέχθηκε με την καλοσύνη και την ταπεινότητα που του
υπαγόρευε το μεγαλείο της γενναίας ψυχής του. Δεν τον εξυπηρέτησε μόνο, αλλά
τον κράτησε φιλόξενα και για βραδινό φαγητό.
Στο ίδιο τραπέζι έκατσε κι η μάνα του. Μόλις αναγνώρισε το
χρυσοκέντητο επενδύτη του δολοφονημένου παιδιού της, ξέσπασε σε κλάματα.
Μέσα
στη δικαία της αγανάκτηση τα έβαλε με
τον Στρατηγό. «Πώς βάζεις στο τραπέζι μας το φονιά του αδελφού σου;» του είπε
μέσα από τα αναφιλητά της.
Αμέσως όμως πήρε μια αληθινά Χριστιανική απάντηση
από το στόμα του μεγαλόψυχου γιου της: «Σώπασε μάνα, εγώ τον συγχώρεσα και αυτό
το τραπέζωμα είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον μακαρίτη τον αδελφό μου!» και
μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο πια, ξέσπασε και εκείνος σε κλάματα.
Τώρα που πλησίαζε το πέρασμα του στην άλλη ζωή, ήθελε να
συγχωρέσει και το μεγαλύτερο εχθρό του. Ποιος ήταν αυτός; Ο Κωνσταντίνος
Σχινάς. Αυτός που σαν Υπουργός Δικαιοσύνης προσπαθούσε να εξαναγκάσει τους
δικαστές να τον καταδικάσουν σε θάνατο.
Μόνο δύο ήταν εκείνοι που δεν υπέκυψαν.
Ο μόλις 32 ετών Πρόεδρος Αναστάσιος Πολυζωίδης είχε απαντήσει τότε στον
Υπουργό: «Εν ονόματι της δικαιοσύνης, και του ιερού προσώπου του Βασιλέως δεν
υπογράφω την καταδίκη! Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι!».
Το ίδιο απόλυτος ήταν
και ο άλλος επίσης έντιμος δικαστής, ο Γεώργιος Τερτσέτης.
«Δεν θα μας βρείτε
συνεργούς στη δολοφονία δύο ανθρώπων!» Μ’ αυτά τα λόγια είχε απαντήσει στον
Υπουργό εννοώντας τον Κολοκοτρώνη και το συνκατηγορούμενο του, Δημήτριο Πλαπούτα.
Ο Κωνσταντίνος Σχινάς που είχε γίνει Καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο, βλέποντας τον Αρχιστράτηγο της Επαναστάσεως μπροστά του λύγισε.
Συναισθάνθηκε το μεγάλο του σφάλμα. Τότε ο Γέρος με ένα βλέμμα γαλήνιο γεμάτο
καλοσύνη και ανωτερότητα προχώρησε κοντά του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε
δίνοντας του για πάντα τη συγχώρεση.
elzoni – 2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου