Γιώργος Σεφέρης
(Δύο από τα έξι μέρη της συλλογής: "Κίχλη", 1946)
B΄ Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα ’ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
— Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς — τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
— Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…
— Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνονται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
— Τ’ αγάλματά είναι στο μουσείο.
— Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους.
Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά τον θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…
— Τ’ αγάλματά είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
— …γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο
κι αυτή προχώρησε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
Γ΄ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.
»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο ήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού…»
"Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…"
«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…
κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…
γυναίκα…»
"υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος…"
fb -
Τρίτο Πρόγραμμα
2fA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου