Μητροπ. Κάλλιστος Ware
-
Μια απουσία και μια παρουσία
[Επταήμερο αφιέρωμα από την "Ποιμαντική Σκέψη" -1]
Θυμάμαι με ακρίβεια πότε άρχισε το προσωπικό μου ταξίδι στην
Ορθοδοξία.
Συνέβη εντελώς απροσδόκητα, ένα Σάββατο απόγευμα, καλοκαίρι του 1952, όταν ήμουν
δεκαεφτά ετών.
Περπατούσα στην οδό Buckingham Palace, κοντά στον
σιδηροδρομικό σταθμό Βικτόρια, στο κεντρικό Λονδίνο, όταν πέρασα έξω από μια
γοτθική εκκλησία τον 19ου αιώνα, μεγάλη και σχετικά ερειπωμένη, την οποία ποτέ
πριν δεν είχα προσέξει. Δεν υπήρχε έξω κανένας πίνακας ανακοινώσεων· οι δημόσιες σχέσεις
ποτέ δεν υπήρξαν το ισχυρό σημείο της Ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο!
Αλλά
θυμάμαι πως υπήρχε μια μπρούντζινη πλάκα που έγραφε απλώς «Ρωσική Εκκλησία».
Μόλις μπήκα στον Άγιο Φίλιππο - έτσι λεγόταν η εκκλησία-,
στην αρχή νόμισα πως ήταν εντελώς άδεια. Έξω στον δρόμο είχε μια καταπληκτική
λιακάδα, αλλά μέσα η εκκλησία ήταν δροσερή, σπηλαιώδης και σκοτεινή.
Μόλις το μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν η
απουσία στασιδιών. Ούτε καρέκλες υπήρχαν σε κανονικές σειρές.
Μπροστά μου απλωνόταν η πλατιά και άδεια επιφάνεια τον γυαλιστερού πατώματος.
Κατόπιν αντιλήφθηκα πως η εκκλησία δεν ήταν εντελώς άδεια.
Σκορπισμένοι στο κεντρικό και στα πλάγια κλίτη βρίσκονταν μερικοί πιστοί, οι
περισσότεροι ηλικιωμένοι. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες, με τα καντήλια να τρεμοφέγγουν
μπροστά τους, και στην ανατολική άκρη μπροστά στο τέμπλο έκαιγαν κεριά.
Κάπου,
χωρίς να φαίνεται, έψελνε ένας χορός. Σε λίγο ένας διάκονος βγήκε από το ιερό και προχώρησε γύρω στην εκκλησία θυμιάζοντας
τις εικόνες και τους ανθρώπους.
Πρόσεξα πως τα χρυσοϋφαντά άμφια του ήταν παλιά και λίγο σχισμένα.
Η αρχική μου εντύπωση του άδειου, αίφνης αντικαταστάθηκε από
μια συντριπτική αίσθηση παρουσίας. Αισθανόμουν πως η εκκλησία, όχι μόνο δεν ήταν άδεια, αλλά
αντίθετα ήταν γεμάτη από αναρίθμητους αόρατους πιστούς, που με περιέβαλλαν απ'
όλες τις πλευρές.
Διαισθητικά συνειδητοποίησα πως εμείς, το ορατό εκκλησίασμα,
ήμασταν μέρος ενός πολύ ευρύτερου συνόλου, και πως καθώς προσευχόμασταν,
επιδιδόμασταν σε μια πράξη που μας ξεπερνούσε κατά πολύ, σε μια αδιαίρετη,
οικουμενική γιορτή που ένωνε τον χρόνο με την αιωνιότητα, τα κάτω πράγματα με
τα άνω.
Έφυγα από την εκκλησία πριν τελειώσει η ακολουθία.
Βγαίνοντας στο φως, δυο πράγματα με κατέλαβαν εξ απήνης.
Κατ' αρχάς, διαπίστωσα ότι δεν είχα ιδέα για το πόσο είχα μείνει μέσα.
Δεν μπορούσα να πω αν ήταν μόνο είκοσι λεπτά ή δυο ώρες.
Είχα ζήσει σε ένα επίπεδο, στο οποίο ο χρόνος τον ρολογιού δεν είχε καμιά
σημασία.
Δεύτερον, όταν βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο, ο βρυχηθμός της κυκλοφορίας
του Λονδίνου με κατάπιε μεμιάς σαν ένα τεράστιο κύμα.
Ο θόρυβος πρέπει να ακουγόταν και μέσα στην εκκλησία, αλλά δεν τον είχα
προσέξει.
Βρισκόμουν σε έναν άλλο κόσμο, όπου ο χρόνος και η κίνηση τον δρόμου
δεν είχαν καμιά σημασία -ένας κόσμος περισσότερο πραγματικός, θα έλεγα
περισσότερο στερεός- από αυτόν του Λονδίνου τον εικοστού αιώνα, στον οποίο είχα
απότομα τώρα επιστρέψει.
πΖ - 2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου