Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

"Πάντα καλή η μέρα.. "







Από την φιλόλογο Ειρήνη Κουτρέτση


Πρωί και η καλημέρα χλώμιασε από μια φωτογραφία...
Το σπίτι του Μελά στην Κηφισιά...

Τι κρίμα που δεν υπάρχουν κάποιοι να το ζωντανέψουν όπως οι φίλοι του Δροσίνη, που λίγα μέτρα πιο κει μετέτρεψαν το σπίτι του ποιητή σε μουσείο και ξεναγούν εκατοντάδες παιδιά κάθε χρόνο στα δωμάτια και τα έργα, στη ζωή και την εποχή του...

Σπίτια στην Κηφισιά... Του Μελά, του Δροσίνη, του Μεταξά...
Το τελευταίο ανοίγει ανήμερα της εθνικής επετείου, για να δούμε το σαλονάκι όπου εκείνος αντιτάχθηκε στον Γκράτσι...
Σπίτια στην Κηφισιά, κεφάλαια στην Ιστορία.

Αφορμή να ξαναδώ τις σημειώσεις μου, αφορμή να ξεδιψάσω από μια γενναία και ευαίσθητη μορφή που τέτοιες μέρες ξεψυχούσε...


Η καλημέρα ξαναχρωματίζεται χαμογελαστή, μπροστά στη ευγενική θυσία.
Οι ήρωες ενός λαού φανερώνουν, λένε, με τις πράξεις και τον θάνατό τους, τις προτιμήσεις και τις επιλογές του λαού, τον οποίο υπηρετούν, στο ζήτημα της προσφοράς του ατόμου στο σύνολο.

Ο Παύλος Μελάς ήταν μια από τις μορφές που με έχουν συγκινήσει περισσότερο στη Νεότερη Ιστορία... Ο ευγενής αστός είχε μπροστά του μια καριέρα λαμπρή, γύρω του μια όμορφη οικογένεια που αγαπούσε, κι όμως τα εγκατέλειψε όλα για να βοηθήσει στη Μακεδονία...

«αγωνίσθηκε για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».
«Ο Μελάς… με τη σπίθα που άναψε στον καθένα, πολλοί που ήταν τυφλοί ως τότε, είδαν».
- Ίων Δραγούμης


Ο Παύλος Μελάς δεν άφησε στα ημερολόγιά του και τα γράμματά του στην πολυαγαπημένη του Ναταλία ψυχρές αναφορές για θύτες και θύματα, δεν πολέμησε για τις εφημερίδες της εποχής, δεν πρόλαβε να αφήσει απομνημονεύματα εξωραΐζοντας τον εαυτό του και τον αγώνα. Δεν τον ενδιέφερε καν η συμβολή του στην Ιστορία. 

Ο Μελάς έγραφε για τη λύτρωση της ψυχής του.

"... Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενώ κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει.... Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας...

Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δεν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν!
Θα φθάσωμεν ποτέ εκεί ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, θεέ μου.

Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθώ να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τούς άνδρας μου... Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα... από χθες το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά....

Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλείστοι έχουν πυρετόν.... Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ’ ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας... Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά.

Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαρείες από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς..."


Όταν επιτέλους φθάνουν έξω από την Καστοριά, συνεργάζεται στενά με το θαρραλέο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ψυχή της περιφέρειας όλης. Στις επιδιώξεις του Παύλου - του καπετάν Μίκη Ζέζα στο εξής - και των ανδρών του, είναι και η σύλληψη και η τιμωρία των Ελλήνων προδοτών που συμπράττουν με τους κομιτατζήδες.

"Αναρωτιέμαι αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω!... Εγώ όμως, ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν, πολύ θα τ’ αγαπώ και τα δύο, διότι καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θα αφήσω να γίνει εκείνο που απεφασίσθη..."

Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις πατριωτικές αθηναϊκές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με τα όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους κομιτατζήδες.

«... Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ, αλλά ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλά εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις, ας ανέλαβα.

Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; Ή θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ...»


Ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις γι’ αυτόν τον σταθμό του φίλου και υπαρχηγού του Νίκου Πύρζα, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: "Είναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα, ας μείνωμεν εις το χωριό να στεγνώσουν ολίγον".

Αυτή η απόφαση του θα είναι γι’ αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι από κομιτατζή, επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραυματίζεται σοβαρά - "στη μέση με πήρε, παιδιά".

Απευθύνεται στο Νίκο Πύρζα "Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα". Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων.

Όλοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν, παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε "πονώ" πότε "σκοτώστε με" και πότε τα ονόματα των παιδιών του "Μίκη, Ζωή". Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη "πονώ" αφήνει την τελευταία του πνοή.

Ήταν Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904 κι εκείνος μόλις 34 χρονών.


Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον είδατε τον Μίκη
που σήμερα λαχτάρησε βουνό κι αρματολίκι;
Κοντά σε κάποια εκκλησιά χωριού προσκυνητάρι,
που παλικάρια θάψανε πανώριο παλικάρι,

Χλωρή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα,
μια σκλάβα μαυροφόρα.
Στα ματωμένα σπλάχνα της την ομορφιά του θάβει
κι απ’ την σβησμένη του ματιά - πήραν ψυχή, πήραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.

Χρυσή ψυχή, που πήγαινες τον θάνατο να λάχεις,
από μαρτύρων στόματα χίλια συγχώρια να ’χεις.

Γ. Σουρής


- Ο θάνατος του παλικαριού ευαισθητοποίησε αφάνταστα τους ανθρώπους στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο μακεδονικός αγώνας συνεχίστηκε. Με φιλοπατρία ακολούθησαν νέοι εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα και νέες αντάρτικες ομάδες. Το 1905 βρίσκονταν 1000 περίπου ένοπλοι Έλληνες στη Μακεδονία.

Αντάξιος συνεχιστής του αγώνα ο αντάρτης Σαράντος Αγαπηνός ή Τέλλος Άγρας, ο οποίος το 1906, σε μια κάμψη του αγώνα και διάλυσης πολλών αντάρτικων ομάδων, έδρασε δυναμικά στην περιοχή του βάλτου των Γιαννιτσών.

Το 1908 με το κίνημα των Νεοτούρκων και την αναμενόμενη φιλελευθεροποίηση της Τουρκίας ο μακεδονικός αγώνας ατονεί εν αναμονή των εξελίξεων... για να αναζωπυρωθεί στα 1912 – 1913. -







fb – [2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου