Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

"Κάλυμνος "





Κάλυμνος: Του ύψους και του βάθους

Από την ΟΛΓΑ ΧΑΡΑΜΗ


Σχοινοπαρέες αιωρούνται από τα θεόρατα βράχια και μοναχικοί δύτες βυθίζονται στους υποθαλάσσιους γκρεμούς, ενώ τουρίστες ανακαλύπτουν μια γνήσια ελληνική γωνιά.

Ότι βλέπεις στην Κάλυμνο αυτό είναι, να ξέρεις.
Δεν έχει «δήθεν» και δεύτερες αναγνώσεις.
Οι άνθρωποι αληθινοί και έξω καρδιά, απομεινάρι της σφουγγαράδικης ιστορίας τους, που τους δίδαξε να ζουν μόνο το τώρα.

Ένα νησί απλό, όμορφο, ήσυχο. Εκτός κι αν έρθεις Σεπτέμβρη - Οκτώβρη.
Τότε γίνεται χαμός στο νησί. Γιατί τα ίδια βράχια που ανάγκασαν τους ντόπιους να πέσουν στη θάλασσα για να επιβιώσουν «κυνηγώντας» τα σφουγγάρια, ανεβάζουν τώρα τους επισκέπτες στα ουράνια. Αναρρίχηση είναι η λέξη του παρόντος και του μέλλοντος.

Και κατάδυση. Και η Κάλυμνος είναι ένα τεράστιο αναρριχητικό και καταδυτικό πάρκο πια. Και όχι τόσο μακριά όσο νομίζεις: 10 ώρες το ταξίδι με το πλοίο από τον Πειραιά και 1 ώρα πτήση με το αεροπλάνο.

Δέκα χιλιάδες άνθρωποι έρχονται κάθε χρόνο μόνο για τα βράχια της Καλύμνου.
Το ΒΔ κομμάτι της είναι όλο τείχη. Κατακρημνίστηκε τον 6ο αιώνα.
Σχημάτισε και την Τέλενδο απέναντι.

Πέτρωμα, κλίμα και τοπίο εκτιμήθηκαν από κάποιους Ιταλούς το 1996. Ο αναρριχητής Andrea di Bari άνοιξε τις πρώτες διαδρομές εις ύψος. Μετά ανέλαβε ο γνωστός αναρριχητής Αρης Θεοδωρόπουλος και σε συνεργασία με τον δήμο έκαναν την Κάλυμνο αναρριχητικό παράδεισο.

Και τώρα όλοι ονειρεύονται να σκαρφαλώσουν στους «Ποιητές», στην «Grande Grotta», στο «Jurassic Park», στην «Ιλιάδα», στο «Μαύρο δάσος», στο «Μαιευτήριο»...
- 70 διαδρομές και 300 πεδία διασκορπισμένα σε όλο το νησί.
Τα περισσότερα και διασημότερα, πάντως, είναι στο Μασούρι.




Το Φεστιβάλ Αναρρίχησης είναι τον Οκτώβρη

Το φθινόπωρο είναι έτσι κι αλλιώς καλύτερη εποχή για σκαρφάλωμα. Το καλοκαίρι λίγοι το επιχειρούν. Γι’ αυτό η Κάλυμνος έχει τουρίστες όλο το χρόνο. Χαίρονται οι ντόπιοι, κι ας μην καταλαβαίνουν την απόλαυση του σκαρφαλώματος. Εκείνοι ταυτίζονται με τους δύτες.
Και εννοείται πως και η κατάδυση αναπτύσσεται χρόνο με το χρόνο.

Ναυάγια, ύφαλοι με πλούσια ζωή, υποθαλάσσια βάραθρα και σπηλιές.
Τα καταδυτικά κέντρα σε κατατοπίζουν. Σκέψου μόνο ότι στην Κάλυμνο λειτουργεί και η μοναδική κρατική σχολή δυτών της Ελλάδας.




Ένας δραστήριος ψαρόκοσμος

Η Πόθια. Το λιμάνι. Η πόλη.
Μια μεγάλη κοιλάδα που ξεχειλίζει από πολύχρωμα σπίτια μέχρι τη θάλασσα. Όμορφη και ζωηρή. Για πολλές βόλτες. Για ούζα και χταποδομεζέδες, για καφέ, για επισκέψεις.

Το βλέμμα τραβά η τριλογία της Πόθιας: Επαρχείο - Δημαρχείο και Βουβάλειος Ναυτική Σχολή. Κι εκεί από πίσω, ο ναός του Χριστού με το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του Γιαννούλη Χαλεπά. Βαθύτερα είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο και το καστράκι της Χρυσοχεριάς με την ωραία θέα.

Στη Βουβάλειο στεγάζεται το Ναυτικό και Λαογραφικό Μουσείο - πάμπολλες βέβαια οι σφουγγαράδικες και ναυτικές ιστορίες εδώ. Οι Καλύμνιοι δεν ήταν μόνο σφουγγαράδες, ήταν επίσης (και είναι) ναυτικοί και ψαράδες. 658 καΐκια μετράει το νησί, που φτιάχνουν τον μεγαλύτερο στόλο παράκτιας αλιείας στη Μεσόγειο.

Η αλήθεια είναι όμως, πως δεν έχουν και την καλύτερη φήμη. Θεωρείται ότι έχουν ιδιαίτερη σχέση με το δυναμίτη. «Δεν μπορεί να τους παίρνει όλους η μπάλα. Και να σου πω και την αλήθεια, εμείς το παλεύουμε πολύ το θέμα πια. Θέλουμε να είμαστε οι πιο νόμιμοι ψαράδες. Αλλά μας βγήκε το όνομα, ενώ τώρα άλλοι έχουν τη... χάρη, όχι οι Καλύμνιοι», μου λέει ο πρόεδρος των ψαράδων, Γιώργος Κατσοτούρχης, στην Ιχθυόσκαλα.

«Περίπου 1.000 είναι οι Καλύμνιοι ψαράδες και γύρω στα 1.500 άτομα επιπλέον που ασχολούνται έμμεσα με την αλιεία. Και δρομολογούμε και ένα είδος αλιευτικού τουρισμού!» Κάπως έτσι ασχολήθηκαν και οι γυναίκες πιο ενεργά.
Θα τις βρεις στην Ιχθυόσκαλα να φτιάχνουν και να συσκευάζουν θαλασσομεζέδες υπό την επωνυμία της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης Καλύμνου, που ταξιδεύουν σ’ όλη την Ελλάδα.

Άσπρος τόνος καπνιστός με θυμάρι, θρούμπι και ρίγανη, πάστα χταποδιού και αυγοτάραχο ξιφία... Γεύσεις μοναδικές, που μαζί με το περίφημο σπινιάλο και τις φούσκες που φέρνουν οι οστρακάδες, κάνουν την Κάλυμνο νησί... για πολλά ούζα.  

Γύρω από την Ιχθυόσκαλα βρίσκονται και μερικά εργαστήρια σφουγγαριών.
Σαν του Μανώλη Μακρυλλού. Την πρώτη δουλειά την κάνουν οι σφουγγαράδες μέσα στα καΐκια πια. Μετά παίρνουν σειρά τα εργαστήρια.
Εδώ μπορείς να δεις τη διαδικασία κατεργασίας των περίφημων καπάδικων σφουγγαριών.
Θαυμαστή πραγματικά!




Νησί με τα όλα του

Από την Πόθια, αν συνεχίσεις παραλιακά προς Νότο, περνάς από την παραλία του λιμανιού και τη βοτσαλωτή παραλία Γέφυρα ή ανεβαίνεις για τον Άγιο Σάββα, μεγάλο προσκύνημα της Καλύμνου. Εκεί κοντά είναι και το «καλύμνικο σπίτι». Μην το χάσεις για κανένα λόγο. Η κ. Φανερωμένη Σκυλλά-Χαλκιδιού, η οποία ως κόρη σφουγγαρά έχει γράψει το βιβλίο «Ή σφουγγάρι ή τομάρι», ξεναγεί μοναδικά.

Κι έχει πολλά να πει για τις καλύμνικες συνήθειες και το σφουγγαράδικο παρελθόν. Από μια άλλη οπτική, αυτήν της γυναίκας. Ότι κόρες, μανάδες, σύζυγοι έμεναν πάντα μόνες στο νησί, ότι ξεπροβόδιζαν τα καΐκια με άσπρα μαντίλια και μόλις χάνονταν από τα μάτια τους φορούσαν τα μαύρα, ότι πάντα περίμεναν αγέλαστες και αμίλητες για μήνες.

Ότι χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες όταν τους έβλεπαν να ’ρχονται. Ότι, όταν έβλεπαν καΐκι να επιστρέφει με μεσίστια τη σημαία, ήξεραν πως κάποιος χάθηκε, πως ρίχτηκε με σακί στη θάλασσα ή θάφτηκε σε ξερονήσι. Ότι τότε οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, οι τοίχοι βάφονταν γκρι κι εκείνες έκαναν ξόι στα ρούχα του σκασμένου... 

Το βάρος είναι μεγάλο, μα η περιήγηση έχει τον τρόπο να σε ελαφρύνει. Στα Βλυχάδια με την ωραία παραλία και τα ταβερνάκια ή στο εντυπωσιακό σπήλαιο Κεφαλά.
Αλλιώς, επιστρέφεις στην Πόθια και τραβάς βόρεια. Μπαίνεις στη Χώρα, στο Χωριό, με τα στενοσόκακα, τα βοτσαλωτά δάπεδα στις εκκλησίες, τα ξασπρισμένα σπίτια. Ανεβαίνεις στο περίφημο κάστρο του 10ου αιώνα με τους ταπεινούς ναούς και την εκπληκτική θέα.




Αναζητάς την ησυχία στα ανατολικά.
Διασχίζεις την ωραία διαδρομή και αντικρίζεις έκπληκτος τον Βαθύ.
Τους συνοικισμούς μέσα στην κοιλάδα, που καταλήγουν στο απλό λιμανάκι της Ρίνας με το εντυπωσιακό φιορδ.
Με τα ταβερνάκια, τις βουτιές απ’ τις προβλήτες, τα εκδρομικά τουρκικά σκάφη.

Ακολουθείς έπειτα τις πινακίδες για την Παναγιά Κυρα-Ψηλή και τη βρίσκεις έπειτα από 20 λεπτά ανηφορικής πεζοπορίας κουρνιασμένη στο βράχο να περιμένει τα μιλιούνια πιστών στη γιορτή της. Ακολουθείς το μονοπάτι για τα ιταλικά πυροβολεία ή για την παραλία Πεζώντα ή φτάνεις στα Αργινώντα στο κεντρικό οδικό δίκτυο, στη δυτική ακτή του νησιού.

Αν συνεχίσεις βόρεια, βγαίνεις στον Εμπορειό, με την ωραία κεντρική παραλία ή και τις άλλες γύρω, τα ταβερνάκια, την απόλυτη αίσθηση καλοκαιρινής ραστώνης.
Ειδάλλως από τα Σκάλια ακολουθείς το δρόμο για την Παλιόνησο και την παραλία Συκάτη, ανάμεσα σε αναρριχητικά πεδία, θυμάρια, ρίγανες και κατσίκια, αγναντεύοντας τη Λέρο απ’ τη μια, τα Ιμια και τα τουρκικά παράλια απ’ την άλλη.

Στη Συκάτη πας από ένα μονοπάτι 20 λεπτών, στην Παλιόνησο ο δρόμος διανοίχτηκε πια, ασφαλτοστρώθηκε κιόλας.
Βότσαλα, κρυστάλλινα νερά και αλμυρίκια για σκιά, τζιτζίκια, ταβερνάκια που σερβίρουν κατσικάκι μουούρι από τους ντόπιους κτηνοτρόφους. Ησυχία...
Αυτό ακριβώς που περιμένεις από την Κάλυμνο δηλαδή.




Στη δυτική ακτή τα πράγματα είναι πιο φασαριόζικα. Εδώ είναι τα διάσημα αναρριχητικά πεδία και οι οικισμοί έχουν αναπτυχθεί για να υποδέχονται τους... αραχνανθρώπους.
Οι παραλίες είναι οργανωμένες, δημοφιλείς. Κορωνίδα το διάσημο Μασούρι και έπειτα οι Μυρτιές και ο Πάνορμος με το Καντούνι, τα Λινάρια και τον Πλατύ Γυαλό.

Από εδώ επιστρέφεις και στην Πόθια, αν το θες, περνώντας από το Αργος, με το πρότυπο στην Ελλάδα Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης και ξενώνων διαβίωσης ΑμεΑ, και από τον Δάμο, όπου βρίσκεται ο Χριστός της Ιερουσαλήμ, ένα μοναδικό μνημείο όπου σήμερα συνυπάρχουν σπαράγματα από το ιερό του Απόλλωνα και την αρχαία πόλη, ψηφιδωτά βυζαντινών ναών και το αναστηλωμένο εκκλησάκι της Υπακοής.

Αλλιώς, μένεις κι εσύ στη δυτική ακτογραμμή, να κοιτάς τον εντυπωσιακό οξυκόρυφο βράχο της Τελένδου απέναντι και τον ήλιο να δύει φαντασμαγορικά δίπλα του.
Ή ακόμη καλύτερα, περνάς από τις Μυρτιές στη μικρή Τέλενδο. Μισό μίλι απόσταση μόνο.

Για να μάθεις τι θα πει πραγματική ησυχία.
Για να αναρριχηθείς στα δικά της πεδία ή να περπατήσεις στα μονοπάτια της προς τον παλιό βυζαντινό οικισμό. Για να δεις την παλαιοχριστιανική νεκρόπολη και το εκκλησάκι του Αη Γιώργη να αγναντεύει το πέλαγος. Για να πιάσεις θέση κάτω από τα αλμυρίκια και να μην κουνήσεις ρούπι. Για να σε βρει η νύχτα στο ταβερνάκι «Καψούλι», να πίνεις ούζα με τους πιο ωραίους θαλασσινούς μεζέδες που έφαγες ποτέ.

Να ρωτάς τον Μιχάλη, το Καψούλι, όπως είναι το παρατσούκλι του, ποιο είναι το επίθετό του. Να σου απαντά «Έλληνας» και να μην τον πιστεύεις. Μέχρι να ακούσεις από κάποιο διπλανό τραπέζι να του φωνάζουν την πιο αλλόκοτη πρόποση που άκουσες ποτέ και αποκτά άλλο βάρος τέτοιες εποχές: «Στην υγειά σου, ρε Έλληνα»!




Το νησί των σφουγγαράδων

Κάλυμνος λες και σου ’ρχονται με τη μία τα σφουγγάρια.
Οι δύτες, η νόσος, ο συγκλονιστικός χορός τους. Λες κι άλλο τίποτα δεν είναι η Κάλυμνος. Λες κι όλη τους η ιδιοσυγκρασία και οι συνήθειες από αυτά διαμορφώθηκαν. Έτσι έγινε.
Ο χαρακτήρας τους, τα πανηγύρια, η γαστρονομία τους από εκεί προέρχονται.
Σήμερα θα ‘ναι δεν θα ‘ναι καμιά 100αριά.

Οστρακάδες είναι βασικά, μα αν πετύχουν «καλό τόπο», μαζεύουν και σφουγγάρια.
Και μη φανταστείς πως τα «χτυπήματα» ανήκουν στο παρελθόν.
Πάρε για παράδειγμα τον Παντελή Γεωργαντή. 40 χρονών άνθρωπος «χτυπημένος».
Του λέω: Ρε άνθρωπε, πως γίνεται σήμερα να είσαι «χτυπημένος»;

Μου λέει πως, όταν παλεύεις για το μεροκάματο εκεί κάτω, δεν το σκέφτεσαι.
Και πως καμιά φορά «έχεις μαζέψει τόσο άζωτο, που ξαφνικά πέφτεις στα 20 μ. και στη χτυπάει γιατί είσαι επιβαρυμένος». Σιγόνταρε και ο Τάσος Τρικοίλης. Ιστορίες σωρό.
Για τότε που ταξίδευαν οι σφουγγαράδες στη Λιβύη, τη Βεγγάζη...
Για τις εποχές προ και μετά σκάφανδρου. Αυτό τα άλλαξε όλα.

Μέχρι το 1870 βουτούσαν με τη σκανταλόπετρα, «γυμνοί» και με μια ανάσα.
Μετά που ήρθε η «μηχανή», έμεναν στο βυθό περισσότερο και ανέβαιναν βολίδα.
Δεν ήταν μαθημένοι στην αποσυμπίεση. Σπαταλούσαν όλο το χρόνο κάτω.
Περισσότερα σφουγγάρια σήμαιναν περισσότερα χρήματα και περηφάνια.

Έτσι ερχόταν ο «χτύπος», η νόσος των δυτών. Αν έπεφταν σε καλό τόπο λέει, έλυναν και τον κολαούζο, το σχοινί που τους έδενε στο καΐκι. Τους τράβαγαν από το σωλήνα του αέρα.
Συνήθως «χτυπημένους». Κάπου 800 οι σκασμένοι και 200 οι «πιασμένοι» (παράλυτοι) στα πρώτα 30 χρόνια του σκάφανδρου-.





kathimerini – [2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου