Γεώργιος Βιζυηνός - "Το φάσμα μου"
(για την νεαρή Μπετίνα… )
(για την νεαρή Μπετίνα… )
Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά - που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ' αυτή την χώρα - όλα αλλάξαν τώρα!
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ' αυτή την χώρα - όλα αλλάξαν τώρα!
Και από τότε που θρηνώ - το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου - και ο ρυθμός του κόσμου.
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου - και ο ρυθμός του κόσμου.
Νιοι και νιες που περπατούν - και φαιδρά με χαιρετούν,
η φαιδρότης των θα λείψει
άμα ιδούνε να προκύψει - η ιδική μου θλίψη.
η φαιδρότης των θα λείψει
άμα ιδούνε να προκύψει - η ιδική μου θλίψη.
Ως και τα μικρά παιδιά - που έχουν εύθυμη καρδία
κάμνουν πρόσωπο θλιμμένο
σαν με βλέπουν να διαβαίνω - τον ορφανεμένο.
κάμνουν πρόσωπο θλιμμένο
σαν με βλέπουν να διαβαίνω - τον ορφανεμένο.
Εις τον πρίνο, στην ελιά - τα γλυκόφωνα πουλιά,
που 'ναι για να κελαηδούνε,
και τον ίσκιο μου να ιδούνε - σιωπούνε.
που 'ναι για να κελαηδούνε,
και τον ίσκιο μου να ιδούνε - σιωπούνε.
Και ο γαλάζιος ουρανός - σαν τον βλέπω, ορφανός
όψη στρέφει·
φως τα ωραία του νέφη - δεν τα στέφει.
όψη στρέφει·
φως τα ωραία του νέφη - δεν τα στέφει.
Και η θάλασσα η πλατιά, - δίχως μάτια, δίχως 'φτιά
όταν νιώσει το αργό μου βήμα,
ησυχάζει πια το κύμα, - σαν να κλαίει: Αχ, τι κρίμα!
όταν νιώσει το αργό μου βήμα,
ησυχάζει πια το κύμα, - σαν να κλαίει: Αχ, τι κρίμα!
Στο λιβάδι το βαθύ - η φωνή μου να ακουσθεί,
τα φαιδρά τα πεταλούδια
παραιτούνε τα λουλούδια, - τα τραγούδια!
τα φαιδρά τα πεταλούδια
παραιτούνε τα λουλούδια, - τα τραγούδια!
Και το ρυάκι, που λαλεί - παραμύθια και π' λαλεί,
στην σκιάν μου σαν διαβαίνει,
σιωπά και μένει - και δεν κρένει.
στην σκιάν μου σαν διαβαίνει,
σιωπά και μένει - και δεν κρένει.
Και το αγέρι το φαιδρό, - εις το φύλλωμα το αδρό,
σαν με νιώσει,
δεν μπορεί πλέον να δώσει - αρωμάδα τόση.
Μον' ο άγριος ο βοριάς - κρύος, μελανής θωριάς,
καβαλάρης πάνω στ' άτι
μου σφυρίζει στ’ αυτί κάτι - και διατάττει:
Μες στα στήθια η συμφορά - σαν το κύμα πλημμυρά·
σέρνω το βαρύ μου βήμα - σ' ένα μνήμα!
σαν με νιώσει,
δεν μπορεί πλέον να δώσει - αρωμάδα τόση.
Μον' ο άγριος ο βοριάς - κρύος, μελανής θωριάς,
καβαλάρης πάνω στ' άτι
μου σφυρίζει στ’ αυτί κάτι - και διατάττει:
Μες στα στήθια η συμφορά - σαν το κύμα πλημμυρά·
σέρνω το βαρύ μου βήμα - σ' ένα μνήμα!
Τον σταυρό τον αψηλό - αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομα της, - κι απ' τα χώματα της
η φωνή της η χρυσή - μου φωνάζει “έλα και συ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου - και κοιμήσου!”
το μυριάκριβο όνομα της, - κι απ' τα χώματα της
η φωνή της η χρυσή - μου φωνάζει “έλα και συ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου - και κοιμήσου!”
[Πορτραίτο: έργο της Χριστίνας Μαισόφοιης]
sansimera – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου