Αλκυόνη Παπαδάκη - ΤΟ
ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
– Τι χρώμα έχει η λύπη;
Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά.
Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο
ήλιος στη αγκαλιά της.
Ένα βαθύ άγριο μπλε.
– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
– Τι χρώμα έχει η χαρά;
– Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
– Τι χρώμα έχει η χαρά;
– Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
– Και η μοναξιά;
– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα!
Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
– Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη.
Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
– … Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
– … Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …
Ζω…
– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …
Ζω…
– Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
– Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια.
Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται.
Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάκτυλά σου.
Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται.
Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάκτυλά σου.
Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε!
Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ” αυτό
που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο.
Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!
Συγχωρώ!
– Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις.
Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιει μια γουλιά νερό.
Σ’ αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα.
Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη, στην απόγνωση.
– Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις.
Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιει μια γουλιά νερό.
Σ’ αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα.
Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη, στην απόγνωση.
Κι εσύ, θα ’ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή
σου.
Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι’ αυτό το τέλος του κόσμου!
Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα.
Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Άντε, στην υγειά σου!
Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι’ αυτό το τέλος του κόσμου!
Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα.
Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Άντε, στην υγειά σου!
Ελπίζω!
– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με.
Αξίζει να τη ζει κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές.
– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με.
Αξίζει να τη ζει κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές.
Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλα αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα,
φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή.
Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το
παραδοσάκουλο της ψυχής τους.
Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι.
Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι.
Ανθίζει, κάνει
καρπούς, μαδάει, και πάλι από την αρχή.
Τώρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν
καταλαβαίνεις τίποτα.
Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς.
Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι.
Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά.
Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει.
Προχώρα όρθιος όμως… ……
Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά.
Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει.
Προχώρα όρθιος όμως… ……
– Αύριο θα ’ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου.
Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα.
Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ’ αυτή τη γη.
Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου.
Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα.
Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ’ αυτή τη γη.
Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου.
Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι.
Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από φόβο μην πληγωθείς;
Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα.
Κι όταν τσακίζεσαι, να ’χεις το θάρρος να λες: Με γεια μου με χαρά μου.
Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από φόβο μην πληγωθείς;
Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα.
Κι όταν τσακίζεσαι, να ’χεις το θάρρος να λες: Με γεια μου με χαρά μου.
Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες.
Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της.
Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα.
Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της.
Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα.
Κράτα της αναμνήσεις σου και προχώρα…
Μια περιπλάνηση είναι
το διάβα μας σ” αυτό το κόσμο.
Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γης.
Άντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο.
Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές.
Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές.
Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο
αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιος είναι ο δυνατός;
– Ποιος είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι.
– Ποιος είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι.
Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους.
Κι ας τρέμει σαν το λαγό
ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους.
Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει
λάσπες.
Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό.
Και μια στιγμή, μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια
του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο
δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε.
Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα.
Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές.
Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
– Γεια σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου! ……
Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
– Γεια σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου! ……
«Πρόσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την
περιμένουν στη γωνία του δρόμου, μ’ ένα λουλούδι στο χέρι.
Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος.
Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς.
Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος.
Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς.
Τ’ αγάλματα μόνο δε λυγάνε». Ονειρεύονται… και ελπίζουν…
– Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ’ αστέρι του.
– Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
– Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
– Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
– Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
– Όμορφη βραδιά απόψε. Άκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγει ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει.
Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά.
Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…
– Σε λίγο θα ξημερώσει…
Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν.
Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν.
– Σε λίγο θα ξημερώσει…
Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν.
Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν.
ithaque – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου