Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

"Ο γερο-παράξενος.. "






Σε έναν οίκο ευγηρίας κάπου στην Αυστραλία, πέθανε πέρυσι ένας απλός και μοναχικός ηλικιωμένος άνδρας.
Ανάμεσα στα ελάχιστα πράγματα που είχε στο ντουλάπι του, βρέθηκε και ένα ποίημα, γραμμένο από τον ίδιο.

Το ποίημα έκανε μεγάλη εντύπωση στις νοσοκόμες που τον νοσήλευαν, έτσι αυτές το τύπωσαν και μοίρασαν αντίτυπα σε όλες τις αδελφές του Οίκου.
Ένα αντίγραφο έφθασε στη Μελβούρνη, όπου και έγινε ευρύτερα γνωστό.

Δημοσιεύθηκε στις Χριστουγεννιάτικες εκδόσεις πολλών περιοδικών, καθώς και σε έντυπα Ψυχικής Υγείας και κυκλοφορεί από τότε παντού στο διαδίκτυο.

Το όνομα του ηλικιωμένου ποιητή δεν έγινε γνωστό…



Cranky Old Man
(το ποίημα του άγνωστου Αυστραλού)

Τι βλέπετε σε μένα αδελφές;… τι μπορείτε να δείτε;
Τι σκέφτεστε τάχα, σαν με κοιτάτε;

Να ένας γερο-παράξενος… χωρίς πολύ μυαλό;
αβέβαιος για όλα… με χαμένα μάτια,
που χαζεύει το φαγητό του… κι ούτε που απαντά
όταν του λέτε δυνατά… δοκίμασε λιγάκι τούτο;
που φαίνεται να μην καταλαβαίνει… τα όσα κάνετε
και πάντα κάτι χάνει… μια κάλτσα, ένα παπούτσι,
που είτε δυσφορεί είτε όχι… υπομένει σ’ ότι θέλετε
στο μπάνιο και στο τάισμα… ως να περάσει η μέρα;

Αυτά είναι που σκέφτεστε, λοιπόν … αυτά είναι όσα βλέπετε;  
ανοίξτε τα μάτια τώρα, νοσοκόμες… δεν είδατε τίποτα από μένα,
θα σας πω τώρα, ποιος είμαι… αφού ακόμα ζω,
δέχομαι τη φροντίδα σας… και τρώγω γιατί εσείς το θέλετε.

Ένα δεκάχρονο παιδί είμαι… με μάνα και πατέρα
και αδελφούς και αδελφές… όλους αγαπημένους,
ένα αγόρι στα δεκάξι… με πόδια φτερωτά
που ονειρεύομαι την ώρα… να ερωτευτώ,
ένας γαμπρός στα είκοσι… πώς η καρδιά σκιρτά
να θυμηθώ τους όρκους… να τους κρατήσω υπόσχομαι
και στα εικοσιπέντε τώρα… μ’ ένα παιδί δικό μου
που πρέπει να καθοδηγώ… σε σίγουρο κι ευτυχισμένο σπίτι,
και στα τριάντα, άντρας πια… πώς μεγαλώνει ο μικρούλης
είμαστε δεμένοι τόσο… μ’ έναν δεσμό αιώνιο.

Στα σαράντα οι γιοι κι οι πιο μικροί… μεγάλωσαν και φεύγουν
αλλά η γυναίκα μου είναι εδώ… γι’ αυτό και δεν γκρινιάζω
Πενήντα και γι΄ άλλη μια φορά… παίζουν μωρά στα γόνατα μου
πάλι με μπέμπηδες τριγύρω… η αγάπη μου κι εγώ
μα μαύρες μέρες με τυλίγουν… κοιμήθηκε η γυναίκα μου.

Θωρώ τώρα το μέλλον… κι αλήθεια, το φοβάμαι
τα μικρά μου μεγαλώνουν…  τα δικά τους παιδιά
και σκέφτομαι τα χρόνια… και πόση αγάπη γνώρισα,
τώρα πια γέρος… κι η φύση είναι σκληρή
είναι αστείο να γερνάς… μοιάζει παράλογο
το σώμα κομματιάζεται… χάρη και σθένος χάνονται.
Μια πέτρα έχω τώρα… στη θέση της καρδιάς
όμως στο γέρικο αυτό σαρκίο… ζει πάντα ένας νέος
και τώρα και συνέχεια… πάλλεται η δόλια μου καρδιά
θυμάμαι τις χαρές… μνημονεύω τον πόνο
κι αγαπώντας και ζώντας… ξαναζώ,
τόσο λίγα χρόνια… που φύγαν’ τόσο γρήγορα
και δέχομαι τη σκληρή αλήθεια… τίποτα στη ζωή δεν διαρκεί

Ανοίξτε λοιπόν τα μάτια σας… και δείτε
όχι έναν γέρο παράξενο,
σκύψτε λιγάκι πιο κοντά… να δείτε εμένα! 



Εικόνα: Ο γεροντάκος - Σπύρος Βικάτος (1878-1960) – Εθν. Πιν.
Απόδοση ποιήματος: Μ Ψ 




fb – Rosalia

[2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου