Η Όπερα
«Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη για την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε ποιητικό
κείμενο (λιμπρέτο) του Γιάννη Σβώλου, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1903), θα έχει πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου 2014, στο Μέγαρο
Μουσικής Αθηνών.
Από
συνέντευξη του Γ. Κουμεντάκη στην Ματίνα Καλτάκη:
Η Φόνισσα ξεκίνησε σαν ιδέα του Γιάννη Σβώλου.
Αρχικά σκεφτόμασταν μια μικρή όπερα
δωματίου, κάτι σαν σύμπτυξη της ιστορίας του Παπαδιαμάντη. Όταν ο Μιχαηλίδης
μου έκανε την πρόταση συνεργασίας με τη Λυρική και συμφωνήσαμε για τη Φόνισσα, το
σχέδιο άλλαξε και προσανατολιστήκαμε στη δημιουργία μιας κανονικής όπερας.
Έγραψα
τη μουσική με γραμμικό τρόπο, δηλαδή δεν ανακάτευα τις πράξεις. Προχωρούσα
βήμα-βήμα, ακολουθώντας την εξέλιξη της πρωτότυπης ιστορίας. Ο Σβώλος μου έδινε
σωρευτικό και εκτενές υλικό, από το οποίο κατέληγα στο κείμενο που χρειαζόμουν
για το μουσικό έργο.
Η σύνθεση της μουσικής, η ενορχήστρωση, η μελοποίηση και η δραματουργία γίνονταν ταυτοχρόνως, τα έκανα όλα μαζί, σκηνή τη σκηνή, με τρόπο τέτοιο, που όλα τα στοιχεία να έχουν οργανική σχέση και εξέλιξη.
Η σύνθεση της μουσικής, η ενορχήστρωση, η μελοποίηση και η δραματουργία γίνονταν ταυτοχρόνως, τα έκανα όλα μαζί, σκηνή τη σκηνή, με τρόπο τέτοιο, που όλα τα στοιχεία να έχουν οργανική σχέση και εξέλιξη.
Γι'
αυτό και δεν μπορεί να λείπει τίποτα από τη μορφή που πήρε τελικά το έργο.
Είναι μια δομή ακριβής, που απαιτεί καλή συνεργασία απ' όλους όσους συμμετέχουν
στη σκηνική του πραγμάτωση – και δεν είναι λίγοι: ορχήστρα, σολίστες, τέσσερις
χορωδίες και όργανα επί σκηνής.
Στο
καθαρά μουσικό μέρος, αυτό που φαντάστηκα δεν έχει απόκλιση από αυτό που ακούω.
Δεν έκανα καμία διόρθωση. Στο κομμάτι της σκηνικής απόδοσης όμως, η εμπειρία
είναι συγκλονιστική. Μέχρι πρότινος έβλεπα τα πρόσωπα ως ιδέες, δεν τα είχα
προσωποποιήσει μέσα μου, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πώς μπορούσε να είναι η
όψη αυτού του έργου.
Όταν
ο Τουλούδης έφερε τα σκηνικά, έγιναν τα κοστούμια και ο Αλέξανδρος Ευκλείδης
άρχισε να στήνει την παράσταση, μπόρεσα επιτέλους να αναπληρώσω αυτό που μου
έλειπε τρία χρόνια που δούλευα τη Φόνισσα: είδα το έργο να ζωντανεύει και το
φαντασιακό να γίνεται υλικό με καθαρότητα και σαφήνεια.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια όψη και μια τέτοια προέκταση. Πάντα σκεφτόμουν κάτι λιγότερο απ' αυτό που τελικά έδωσαν οι συνεργάτες μου. Η ταχύτητα, το να καταναλώνεις γρήγορα και να προχωράς παρακάτω, έχει επηρεάσει και τον τρόπο που προσεγγίζουμε την καλλιτεχνική δημιουργία.
Και απ' όσο είδα τελικά στην πρόβα, αποφεύχθηκε ο κίνδυνος να ξεφύγει η όψη προς «φολκλορικές» λύσεις. Δεν υπάρχει τίποτα φολκλόρ ούτε στην όψη, ούτε στη σκηνοθεσία.
Αυτό βέβαια, έχει να κάνει με τη μουσική. Δηλαδή, ο τρόπος που δουλεύω το μουσικό
μέρος έχει τη δύναμη να υπερβεί τη συνήθη οπερατική σύμβαση. Η μουσική μου
προσπαθεί να φτάσει στα έγκατα, στο βάθος των πραγμάτων. Είναι κάτι σαν
ψυχολογικό ταξίδι αυτό το έργο. Νιώθω ότι η μουσική της Φόνισσα, ακολουθώντας
τον ψυχισμό της ηρωίδας, σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα σαν σε ταινία θρίλερ.
Η παραδοσιακή μουσική αφορά ένα κομμάτι της ζωής μου πάρα πολύ ζωντανό, επειδή έχω μεγαλώσει στην Κρήτη. Κουβαλούσα την κρητική μουσική, το βυζαντινό μέλος, τα λαϊκά ακούσματα μιας γειτονιάς στο Ρέθυμνο, αλλά ήταν μια παρακαταθήκη που είχα καταπιέσει, ακολουθώντας τη γραμμή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τις συγκεκριμένες εγκεφαλικές επιταγές του.
Έπρεπε
να ωριμάσουν διάφορα μέσα μου, ώστε να μπορέσω να ελευθερώσω το μεσογειακό
ταμπεραμέντο και να ανταποκριθώ στην πρόκληση της ελληνικής παραδοσιακής
μουσικής, χωρίς συμπλέγματα και δισταγμούς.
Αυτό
συνέβη την τελευταία δεκαετία και η «απελευθέρωση» ήρθε εύκολα και φυσιολογικά,
ζώντας αναλόγως (επιλέγοντας να ζήσω στην Τήνο). Η ίδια η μουσική μου έδειξε,
πώς μπορούσε να συμβεί η συνάντηση του παραδοσιακού με το σύγχρονο.
Δεν
παίρνω ένα παραδοσιακό μουσικό θέμα για να το αναπτύξω μέσα από τον δυτικό
τρόπο, έρχεται ως μνήμη. Παρά τον πλούσια ενορχηστρωμένο ήχο, η σύνθεση
βασίζεται στον απόλυτο μινιμαλισμό, στη χρήση του ελαχίστου.
Δεν
υπάρχουν συγχορδίες. Όλη η μουσική μου βασίζεται σε νότες, υπάρχουν μέρη που
βασίζονται μόνο σε μία νότα. Κάθε νότα είναι σαν κουκούλι – γύρω της κινούνται
κι άλλες δέκα-δεκαπέντε. Βρήκα έναν τρόπο και στη σημειογραφία μου, να φτιάχνω
τέτοιου είδους ποικίλματα γύρω από την κάθε νότα, ώστε να δημιουργείται πολύ
μεγάλη ενέργεια.
Έχουμε
δηλαδή ένα ισοκράτημα και τα μουσικά θέματα που προκύπτουν από τη μνήμη – τα
δύο δεν εναρμονίζονται, αλλά συνυπάρχουν και «συνεργάζονται» στη χρήση του πιο
βασικού πράγματος, της νότας που συγκρατεί όλο αυτό το σύμπλεγμα.
Κάθε
μουσικό θέμα είναι σαν ένα λάστιχο. Τεντώνοντας και χαλαρώνοντάς το, έχεις όλη
την πλοκή της μελωδικής γραμμής – η οποία κινείται μόνη της, ομοφωνικά και
μονοφωνικά.
Λέμε
μινιμαλισμό κι έρχονται στο μυαλό μας Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συνθέτες, αλλά η
έννοια του ελαχίστου και της επαναληπτικότητας, μας είναι οικεία από τη δική
μας μουσική παράδοση, που έχει ακριβώς τις ίδιες συστατικές αρχές.
Η
κρητική μουσική βασίζεται σε μικρούς πυρήνες (κοντυλιές), όπως και η ποντιακή ή
τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, που κι αυτά βασίζονται σε μικρούς πυρήνες
αενάως επαναλαμβανόμενους. Οι απειροελάχιστες διαφορές, αποτέλεσμα των
αυτοσχεδιασμών, δίνουν όλον αυτό τον πλούτο σε κάτι σχετικά μονότονο.
Τι
να κάνω λοιπόν, τον αμερικανικό μινιμαλισμό, όταν μπορεί να με οδηγήσει η
ελληνική μουσική; Αυτή η σκέψη με οδήγησε σωστά την τελευταία δεκαετία, και
στρεφόμενος στην παραδοσιακή μουσική, διαπίστωσα πόσο γενναιόδωρη ήταν, πόσα
μου ανταπέδωσε.
Η ταχύτητα, το να καταναλώνεις γρήγορα και να προχωράς παρακάτω, έχει επηρεάσει και τον τρόπο που προσεγγίζουμε την καλλιτεχνική δημιουργία. Στην τέχνη δεν μπορεί όλα να είναι άμεσα καταναλώσιμα και εύπεπτα. Το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να σε κρατάει σε μια απόσταση, ώστε να σε απασχολήσει για ένα διάστημα, να σε προκαλέσει να το κατακτήσεις.
Τα
πράγματα που μου αρέσουν τα κράτησα μέσα μου για μήνες, για χρόνια. Έχω ακόμη
ακέραιη μέσα μου τη μνήμη του συναισθήματος που μου προκάλεσε πριν από χρόνια
μια ταινία του Ταρκόφσκι. Γι' αυτό και αγαπώ τις τέχνες, γιατί οι καλές στιγμές
τους γίνονται και στιγμές της προσωπικής μας ιστορίας. Τα έργα των σημαντικών
δημιουργών αφήνουν το αποτύπωμά τους στη ζωή μας.
Το
ζήτημα του χρόνου με απασχολεί χρόνια. Η πίεση της ταχύτητας ήταν ο λόγος που
επέλεξα να ζήσω για 10 χρόνια στην Τήνο – ήθελα να ζήσω σ' έναν άλλον
συμπαντικό χρόνο. Μακριά από την πόλη, την προχειρότητα των επαφών, τη βιασύνη,
το φαστ στο φαγητό, στη φιλία, στον έρωτα. Έχανα τον προσανατολισμό μου –
μεταφορικά μιλώντας.
Αυτό
που μένει στη ζωή μας δεν είναι απλώς και μόνο αυτό που αξίζει, αλλά αυτό που θα
του δοθεί ο χρόνος για να κατασταλάξει μέσα μας. Οι μεγάλες σχέσεις είναι με
ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις ώρες. Είναι κάτι που αφορά την
τέχνη, τη θρησκεία, την πολιτική, όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
Με
τρομάζει όλη αυτή η πίεση χρόνου για να βγουν τα νούμερα στο πεδίο της
πολιτικής και της οικονομίας – μόνο αποτυχία υπόσχεται.
Οι μεγάλες σχέσεις, είναι με ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις ώρες...
Οι μεγάλες σχέσεις, είναι με ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις ώρες...
Φωτογραφίες:
Βασίλης Μακρής
Πλήρης
η συνέντευξη: lifo
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου