Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

"Αφιέρωμα στον Δάσκαλο!..





-  Η δημοσίευση αυτή παρουσιάστηκε στο Ε΄ ΚΑΠΗ Κερατσινίου από την κ. Φρόσω Γκίνη.
Αξιολογήθηκε ως άριστο υλικό μνήμης και καταχωρήθηκε στο Λαογραφικό βιβλίο της Ελληνικής Βουλής. -


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΜΟΥ
ΙΩΑΝΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ
Διευθυντή Β΄ Δημοτικού σχολείου Λαυρίου.


Παραμονή Χριστουγέννων του 1945.
Λίγος καιρός από τότε που η καταχνιά του πολέμου έδωσε τη θέση της στο γαλάζιο του ουρανού και στο φως του ήλιου.

Ήμουν οκτώ χρονών και μεγάλωνα στο Λαύριο μαζί με τους γονείς του πατέρα μου, τ’ αδέλφια του και την αδελφή του, που έγινε η δεύτερη μάνα μου.
Τους αγαπούσα και με αγαπούσαν πολύ.
Μοναχοπαίδι μιας οικογένειας μικροαστών και βολεμένων ανθρώπων, όπως άλλωστε ήταν όλες οι οικογένειες των κατοίκων της συνοικίας του Νυχτοχωρίου.
Άνθρωποι της αγοράς όλοι, εμπορευόμενοι, καλοβαλμένοι, τυπικοί, έκαναν τις ίδιες δουλειές την ίδια πάντα ώρα με σχολαστικότητα, κοινό χαρακτηριστικό όλων των μικροαστών η σχολαστικότητα.

Παραμονή Χριστουγέννων και πίσω από μια μισο-ανοιγμένη γρίλια του δίπατου σπιτιού μας, έβλεπα κάτω στο δρόμο τα παιδιά να τρέχουν από πόρτα σε πόρτα να πουν τα κάλαντα και σήμερα μάλιστα φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα.
Ρούχα ατσούμπαλα που είχε μοιράσει η ΟΥΝΡΑ μαζί με σκόνη γάλα, το «μπαμπλουμ» του μπακάλη και τσίχλες για τη χώνεψη. Παντελόνια παιδικά που έφταναν μέχρι το γόνατο και δεν κατάφερναν να σκεπάσουν τα σκελετωμένα και μελανιασμένα ακόμη γόνατά τους και που τα κρατούσαν στη μέση μ’ ένα σκοινί γιατί η ζώνη ήταν κι αυτή είδος πολυτελείας.

Έτρεχαν τα παιδιά από πόρτα σε πόρτα και μόνο στη δική μας πόρτα δεν πλησίαζαν.
Ένα πρόσφατο πένθος μας, τα κρατούσε μακριά και ήταν συνήθειο στο Λαύριο να μη λένε τα κάλαντα σε οικογένειες που πενθούσαν.
Η ψυχή μου φτερούγιζε, ήθελα κι εγώ να βγω στους δρόμους μαζί με τα άλλα παιδιά να τρέξω, να τραγουδήσω, αλλά οι δικοί μου έλεγαν ότι δεν ήταν «πρέπον» η εγγονή του Δήμου του Γκίνη, να τρέχει από πόρτα σε πόρτα για να μαζεύει πενταροδεκάρες, κι εγώ παρέμενα εκεί να κοιτάζω πέρα μακριά το μισοβρεγμένο τοίχο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής.
Και τότε για πρώτη φορά συνειδητοποίησα, ότι υπήρχα ΕΓΩ και οι ΑΛΛΟΙ.


ΕΓΩ, η βολεμένη που ο φούρνος του παππού μου δούλευε ασταμάτητα κι έβγαζε ψωμί, και εκείνη την εποχή αν είχες ψωμί είχες τα πάντα και οι ΑΛΛΟΙ που έτρεχαν για το ψωμί.
Όχι, όμως! Όχι! Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου, μ’ έριξε σε βαθύ συλλογισμό, τόσο που μελαγχόλησα και συνέχισα να κοιτάζω σαν κενή και χαμένη το μισοβρεγμένο τοίχο της εκκλησίας, μέχρι που το κρουκέλι της πόρτας με έκανε να τιναχτώ, άνοιξαν και άκουσα τη φωνή του δασκάλου, που ήταν και παιδικός φίλος του πατέρα μου και άνθρωπος της οικογένειας, να λέει:

- Ήρθα να πάρω τη Φροσούλα μπάρμπα Δήμο, γιατί θα βγούμε με τα παιδιά του σχολείου μήπως μαζέψουμε καμιά δεκάρα και καταφέρουμε να βάλουμε πόρτες και παράθυρα στο σχολείο.
Αυτό βέβαια δεν καλάρεσε στους δικούς μου, αλλά επειδή «ανάγκας και θεοί πείθονται», επιστρατεύτηκαν κασκόλ, κουκούλα, γάντια κι αφού με έντυσαν καλά σαν κρεμμύδι, με παρέδωσαν στον δάσκαλο.
Το θαύμα έγινε κι ο δάσκαλος αφού με πήρε από το χέρι, "τρέξε Φροσούλα" μου είπε, "μήπως και το μετανιώσουν" κι έτσι τρέχοντας φθάσαμε έξω από την εκκλησία που είχαν συγκεντρωθεί τα παιδιά.


Θα ψέλναμε τα κάλαντα αρχίζοντας από το Νυχτοχώρι, από εκεί θα κατηφορίζαμε στην αγορά και μετά στις άλλες συνοικίες, να μαζέψουμε χρήματα για το σχολείο που στην κατοχή οι κάτοικοι είχαν ξηλώσει ακόμη και τα πατώματα και τα έκαναν καυσόξυλα για να ζεσταθούν.
Κι εμείς που δεν είχαμε σχολείο μας στοίβαζαν όπως-όπως σ’ ένα παλιό κτίριο της γαλλικής εταιρίας μεταλλείων και κάναμε μάθημα ο ένας πάνω στον άλλον.

Σήμερα στο ίδιο αυτό κτίριο στοιβάζονται κατά τον ίδιο τρόπο με μας, οι ΑΛΛΟΙ.
Κορμιά ταλαιπωρημένα, ψυχές ρημαγμένες που η απόγνωση της πείνας και του πολέμου, τους κάνει να πέφτουν στη θάλασσα, να τους μαζεύει το λιμεναρχείο και τρέμοντας και τουρτουρίζοντας τους οδηγούν στο ίδιο κτίριο και τους στοιβάζουν όπως κι εμάς κάποτε.
Είναι οι ΑΛΛΟΙ, αυτούς που λέμε λαθρομετανάστες.

Τέλος το πρόγραμμα δόθηκε, οι λάμπες με την ασετυλίνη άναψαν, οι πρώτες παιδικές φωνές ακούστηκαν να ψέλνουν το τροπάριο της Γέννησης και για κάθε επωδό ψέλναμε το τραγουδάκι που μας είχε γράψει ο δάσκαλος:
«Δώστε, δώστε τον οβολό σας για το σχολείο μας
και θα ευχόμαστε όλο το χρόνο για την υγεία σας».

Πιο κάτω και πάνω στη γέφυρα που ενώνει το Νυχτοχώρι με την αγορά, συναντήσαμε μια ομάδα μικρή από Πόντιους που έπαιζαν κεμετζέ και έλεγαν τα δικά τους κάλαντα: 
                        «Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον
                          Α καλήν ωράν καλή ση μέραν
                          Α καλόν παιδίν οψές γεννέθεν».
Ακαταλαβίστικα για τους άλλους, όχι όμως για μένα, αφού η γυναίκα που με φρόντιζε η Παρθενόπη ήταν Πόντια και το’ χε συνήθειο να μου τραγουδάει και να μου μιλάει ποντιακά.

Κι εμείς προχωρούσαμε και το κρύο όσο νύχτωνε γινόταν πιο τσουχτερό, τα νερά στους δρόμους κρυστάλλωσαν κι εμείς προχωρούσαμε και ψέλναμε κι ο δάσκαλος με κράταγε πάντα από το χέρι και φάνταζε στα μάτια μου τόσο όμορφος με το γλυκό κι ευγενικό του πρόσωπο και ήταν σαν άγγελος τυλιγμένος μέσα στο μαύρο ανασηκωμένο παλτό του, που γυάλιζε σα λουστρίνι από την πολυκαιρία.


Φθάσαμε στην αγορά και μπήκαμε μέσα στο εστιατόριο «η καλή καρδιά», που ήταν του αδελφού της μητέρας μου. Μαζί μας ήταν και τα τρία παιδιά του και όταν μας είδε έτσι παγωμένους, μας έβαλε δίπλα στη κουζίνα και μας έφερε ζεστή ταχινόσουπα.
Κείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκαν και οι Σαντορινιοί. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα φωταγωγημένο καίκι και παίζοντας πίπιζα έλεγαν τα δικά τους κι αυτοί κάλαντα:
«Τσα πάνω στο παράθυρο - Γαρουφαλάκι πράσινο
  Στέκετσα μια περιστέρα - Και του χρο- και του χρόνου τέτοια μέρα».

Στο διπλανό τραπέζι ένας ξεροσφύρης κόνιαλης, έπινε, έφτυνε σφυριχτά στο πάτωμα και μονολογούσε: «Βάι βάι κιοπόγλου κιοπέκ. Εντεψίδηδες παλιοκαλαντήδες...
Πράσινο γαρουφαλάκι ολούρμου μπρε!».

Κι εμείς αφού γελάσαμε με τον αγαθό ανατολίτη, βγήκαμε στους δρόμους γιατί η νύχτα είχε προχωρήσει κι έπρεπε να προλάβουμε πριν χτυπήσει η πρώτη καμπάνα.

Πήραμε τον ανήφορο για τον προσφυγικό συνοικισμό. Χριστέ μου!
Τι μυρωδιές ήτανε αυτές!
Από παντού μοσχομύριζε η μαστίχα, το μαχλέπι, το μοσχοκάρφι και η κανέλα, ανακατεμένα με τη μυρωδιά του γεμιστού αρνιού και του κουραμπιέ.
Η πολίτικη κουζίνα σε όλο της το μεγαλείο.

Κι ενώ εμείς ανηφορίζαμε κατά τον Άγιο Ανδρέα, μια ομάδα παιδιών με κίτρινες μπλούζες (τον δικέφαλο) που έγραφαν ΒΥΖΑΝΤΙΟ, κατηφόριζε κατά την αγορά.
Στα χέρια κρατούσαν φωτισμένη, φτιαγμένη από πολύχρωμες λαδόκολλες την Αγ. Σοφία, το πολυπόθητο όνειρό τους.
Και τότε τα προσφυγόπουλα με τις κίτρινες μπλούζες που έγραφαν "Βυζάντιο", με τον δικέφαλο αετό και την Αγία Σοφία, ήλθαν κι έδωσαν στα χέρια του δασκάλου την είσπραξή τους.
«Για το σχολείο μας» είπαν και ένωσαν κι αυτά μαζί μας τις φωνές τους κι έψαλλαν:
«προσφέροντας και στο σχολειό ένα μικρό σας δώρο,
  χαρά και πλούτη νά’ χετε, όλο τον καινούργιο χρόνο».


Ήταν πλέον περασμένες τέσσερις όταν σταθήκαμε στο τελευταίο σταυροδρόμι να ψάλουμε τη Γέννηση. Και τα παράθυρα φώτιζαν, οι πόρτες άνοιγαν και οι ξεριζωμένοι έδιναν τον οβολό τους αγόγγυστα για το Σχολείο, μέχρι που οι παιδικές φωνές μας έσβησαν και τις αντικατέστησε ο ήχος της πρώτης χριστουγεννιάτικης καμπάνας.

Μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα, ένα θαύμα στην ψυχή μου!
Πέρασαν χρόνια από τότε κι ο δάσκαλος μου έμαθε Γραμματική, Αριθμητική, Γεωγραφία. Το μάθημα όμως που πήρα αυτή τη νύχτα ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα τα μαθήματα.
Αυτή η νύχτα έπεσε μέσα μου ο πρώτος σπόρος της συλλογικής δουλειάς, μιας εργασίας που μου έδωσε πλούσιες εμπειρίες, γνώσεις τόσες, ώστε να καταλάβω στο τέλος ότι αυτά που προσέφερα, ήταν πολύ λίγα μπροστά σε αυτά που εισέπραξα.
Έμαθα τότε, ότι η πιο άχρηστη λέξη στο κόσμο είναι το ΕΓΩ, και πιο δύσκολη, η λέξη ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ.

Γύρισα τη πλάτη σε όλους τους βολεμένους της γης και τους κατέταξα στους πιο επιζήμιους ανθρώπους, στους «ανθρώπους βαρίδια», όπως συνηθίζω να τους λέω.
Εκείνη τη νύχτα που ο δάσκαλος με πήρε από το χέρι, με έβγαλε από το χρυσό κλουβί και μου έδειξε ότι υπήρχαν οι ΑΛΛΟΙ, στάθηκε σταθμός στη ζωή μου και ήταν η νύχτα που το ΕΓΩ έγινε ΕΜΕΙΣ.

Το ΦΩΣ, η ΑΓΑΠΗ και η ΔΥΝΑΜΗ, ήλθαν και φώλιασαν για πάντα στη ψυχή μου κι ακόμη έμαθα πως στη ψυχή μας δε μπαίνουν οι «βρυκόλακες» αν εμείς και μόνο εμείς, δεν τους ανοίξουμε τις πόρτες.
Πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνη τη νύχτα και κάθε παραμονή Χριστουγέννων θυμάμαι και τραγουδάω στο δάσκαλό μου το τετράστιχο που μου’ μαθε:
«Δώστε δώστε τον οβολό σας - για το σχολείο μας
  και θα ευχόμεθα όλο το χρόνο - για την υγεία σας».

Δάσκαλέ μου Γιάννη Αλεξανδράκη ! Σ’ευχαριστώ !!


Σας εύχομαι καλές γιορτές και το ΦΩΣ, η ΑΓΑΠΗ και η ΔΥΝΑΜΗ που μπήκαν στη ψυχή μου να φωλιάσουν και στη δική σας ψυχή για να δώσουν χαρά ευτυχία, ελευθερία, και αυτές τις άγιες μέρες, ας μη ξεχάσουμε ότι υπάρχουν και οι ΑΛΛΟΙ.

Βρίσκονται σπίτι μας, στη διπλανή μας πόρτα, στη γειτονιά μας, στη πόλη μας, βρίσκονται παντού σιωπηλοί, μονάχοι, ξεχασμένοι και περιμένουν από μας μόνο να τους ακούσουμε.
Ας τους ακούσουμε και ας έχουμε όλοι χαρούμενα Χριστούγεννα.

"ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ"


Γκίνη Ευφροσύνη
Βοσπόρου 19  Χαραυγή
Πειραιάς 2007-08  - Ε΄ ΚΑΠΗ Κερατσινίου


fb-Takis - [2fA]









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου