Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Τρόξος - 23













ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΛΟΙΟΥ
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
Σημειώσεις στο περιθώριο



Τρόξος, ο τρελός της Καλύμνου


Ο Τρόξος, πριν από κάποιες δεκαετίες, υπήρξε για το νησί της Καλύμνου "ο τρελός του χωριού".
Μπορεί κάποτε τα παιδιά να τον πειράζανε για παιχνίδι και μερικοί μεγάλοι να γελούσαν μαζί του, όμως εκείνος είχε ξεπεράσει κατά πολύ την έννοια του γραφικού.
Ήταν καθαρά μια τραγική φυσιογνωμία.

Παιδί κι εγώ, άκουγα τα καλοκαίρια διάφορες διηγήσεις για το τι έπαθε τον καιρό του πολέμου, πώς άλλαξε η ζωή του μέσα σε μια στιγμή και είχα μια θολή εικόνα για όλα αυτά, ώσπου μια μέρα που έτυχε να βρεθώ μόνος μου στο λιμάνι, τον είδα από κοντά.

Κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν. Έτρεχε αλαφιασμένος από τον ένα περαστικό στον άλλο, προσπαθώντας να μιλήσει σε κάποιον, να μοιραστεί, να ξομολογηθεί, να απαλύνει την απόγνωση του.

Όλοι προσπαθούσαν να τον αποφύγουν. Του έκαναν νοήματα όπως πλησίαζε, πως βιάζονται, δεν προλάβαιναν να τον ακούσουν. Κι εκείνος στρεφόταν σε κάποιον άλλο.
Είχε επαναλάβει άλλωστε την ιστορία του στον καθένα τους, άπειρες φορές.

Στεκόμουν παράμερα και τον κοιτούσα. Ρακένδυτος, ξυπόλητος, νωπά λερωμένος από κάποια τρύπα που θα είχε κουρνιάσει για τη νύχτα, όταν πια δεν κυκλοφορούσε κανένας στο δρόμο…

Γυρίζοντας το βλέμμα του, συνάντησε το δικό μου. Είδε πως τον κοίταζα ακίνητος και δεν στράφηκα να φύγω - για μια στιγμή μου φάνηκε πως αναγάλλιασε μέσα του.
Έτρεξε με λαχτάρα κοντά μου.

Μονομιάς χαράχτηκαν στη μνήμη μου οι λεπτομέρειες. Το τρίχινο τσουβάλι που φορούσε για πουκάμισο ποτισμένο στο ιδρώτα, η στάχτη στο κεφάλι του κολλημένη στο κουρεμένο του κρανίο, τα τεράστια όπως μου φάνηκαν χέρια του, που τα κουνούσε συνέχεια καθώς μιλούσε, σωματική συμμετοχή ταιριαγμένη στην ψυχική του ένταση.

Εκείνο όμως που με καθήλωσε και μ’ ακολουθεί, ήταν το βλέμμα του. Γεμάτο συγκίνηση και δύναμη, πάθος και ειλικρίνεια, ικεσία και πόνο. Γεμάτο απ’ όλα αυτά και συγχρόνως άδειο. Σαν να κοιτούσε πέρα από τον κόσμο μας, σαν να μην τον αφορούσε η ζωή γύρω του. Βρισκόταν μπροστά μου, ήταν όμως αλλού…

- Με βλέπεις, τραύλισε με ραγισμένη φωνή, με βλέπεις καλά; Έχω τα χέρια μου, τα πόδια μου, τα μάτια μου, τι μου ’λειπε; Τίποτα…. Όλα τα είχα, όλα τα καλά του κόσμου, το σπίτι μου, τη γυναίκα μου, τα παιδάκια μου… τι μου ’λειπε… τίποτα σου λέω… τι το ’θελα να πάω να κλέψω;

Όλα τα είχα και πήγα κι έκλεψα κι έπεσε η μπόμπα κείνη την ώρα και σκοτωθήκαν τα παιδιά μου, η γυναίκα μου… και φταίω εγώ… χαθήκανε όλα, το καταλαβαίνεις;
Τι το ’θελα να κλέψω; Όλα τα είχα… όλα… κι όμως ναι, πήγα κι έγινα κλέφτης….

Έκλαιγε, φαινότανε να κλαίει όλο του το πρόσωπο και κάθε μια ρυτίδα του ξεχωριστά, οι λυγμοί τον τράνταζαν, όμως δεν είδα ούτε ένα δάκρυ να κυλά στα μάγουλα του.. Κοίταξα πιο προσεκτικά. Έκλαιγε χωρίς δάκρυα. Είχε στερέψει.


Για πολύν καιρό έφερνα και ξανάφερνα στο μυαλό μου την ίδια σκηνή, τη μοναδική αυτή συνάντηση μου με τον Τρόξο…

Σιγά-σιγά αργότερα, άρχισα να καταλαβαίνω, να προβληματίζομαι για το μυστήριο της ψυχής και τις αντοχές της, την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση, πώς είναι το να ζει κανείς τη μετάνοια με τη λογική της τρέλας του...

Κάθε φορά που τον θυμάμαι, νοιώθω στην καρδιά μου ένα αναμμένο κεράκι στη μνήμη του, να λειώνει αργά-αργά απ’ την καυτή του φλόγα, όπως κι εκείνος…



Μ[2φΑ]








Share

1 σχόλιο: