Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

"Charles Bukowski - πρέπει.. "





Charles Bukowski


Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά, σου είναι αρκετή. 
Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει.. πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου. 
Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου. 
Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δεν ρίσκαραν.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος. 
Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς. 
Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις. 
Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου. 
Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς. 
Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει. 

Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στη θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες. 
Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.
Να κρυολογήσεις άσχημα, επειδή δεν έβαλες ζακέτα. 
Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις. 
Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση. 
Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση. 
Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι. 
Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από τους φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα. 
Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά, την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη. 
Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο. 
Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο σου λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται, το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού. 
Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα, και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί. 
Πρέπει να συνειδητοποιήσεις, πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ. 

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το «εκεί» που τόσο σου έχει λείψει. 
Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου. 
Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου. 
Πρέπει να συνειδητοποιήσεις, πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις. 
Πρέπει να χάσεις το κορίτσι, πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις. 
Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.



klik – [2fA]

                                                                     


Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

"Η πεταλούδα του Καζαντζάκη




Νίκος Καζαντζάκης  -  Η μικρή πεταλούδα


«Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ' ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, την στιγμή που έσκαζε το τσόφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει. 
Περίμενα, αργούσε κι εγώ βιαζόμουν. 
Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου.

Τη ζέσταινα ανυπόμονα και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό ρυθμό. 
Το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. 
Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα όλο..  όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει. 
Μα δεν μπορούσε, μαχόμουν κι εγώ με την ανάσα μου να την βοηθήσω.

Του κάκου, είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά. 
Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας της, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη και σε λίγο πέθανε στην παλάμη μου.

Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας, θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. 
Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά..

Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους, έχεις χρέος ν’ ακολουθείς τον αθάνατο ρυθμό μ' εμπιστοσύνη.

Η μικρή ετούτη πεταλούδα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο. 
Κι έτσι μια πεταλούδα που πρόωρα πέθανε, να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες!... »



dinfo - [2fA]

                                                      


Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

"Ἔρως-Ἥρως, αύριο... "




Λίγα λόγια γιά τό διήγημα «Ἔρως-Ἥρως» 
-  από το Πρόγραμμα της Παρουσίασης του διηγήματος του Α. Παπαδιαμάντη
   στον Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, αύριο...


Ο Γιωργής είναι ένας δεκαοχτάχρονος νέος που εργάζεται σκληρά με την βάρκα του για το μεροκάματο του και έχει όνειρα για την ζωή και το μέλλον του.
Αγαπά παράφορα την Αρχόντω (το Αρχοντώ στην διάλεκτο της Σκιάθου), η οποία, όπως όλες οι γυναίκες του παλιού καιρού, είναι υποταγμένη στην βούληση της μητέρας της.

Υπάρχουν και δευτερεύοντες ρόλοι, που η δράση τους είναι σημαντική για την εξέλιξη του διηγήματος. 
Ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντζας βοηθά τον Γιωργή στη βάρκα. 
Αποφεύγει να του αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τον γάμο της Αρχόντως, για να μην τον πληγώσει.

Η μητέρα της κοπέλας, η γραία Μαρουδίτσα, εκφράζει τη νοοτροπία της εποχής σχεπκά με την θέση της γυναίκας στην κοινωνία. 
Θέλει να παντρέψει την κόρη της με έναν πλούσιο Πηλιορείτη γαμπρό, επειδή εmδιώκει την οικονομική της εξασφάλιση, δίχως να την νοιάζει η ευτυχία της.

Ο αφηγητής Παπαδιαμάντης αφουγκράζεται το πάθος του νεαρού, τον νιώθει και συντάσσεται μαζί του, μπροστά στον άμεσο και αιφνίδιο κίνδυνο να χάσει το ύψιστο αντικείμενο της επιθυμίας του, την Αρχόντω, από έναν πολύ μεγαλύτερό του άνδρα…






Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης:  Ἔρως-Ἥρως
Ἡ ἀρχή τοῦ ἔργου


βάρκα ἀραγµένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ µπαροῦµα δεµένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα εἰς τὴν ἄµµον τοῦ Χειµαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ τὸν βραχώδη κρηµνὸν τοῦ Πανωµαχαλᾶ.
Καὶ ὁ µικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργῆς τῆς Μπούρµπαινας, ἐξαπλωµένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύµνην, µὲ µίαν βελέντζαν τυλιγµένος, βωβός, ἀκίνητος, µὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄµµατα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὠµοίαζε µὲ τὸν δράκον τοῦ παραµυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιµᾶτο µὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄµµα.

∆ὲν ἐξήρχετο στεναγµὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόµα του. 
Τὸ στῆθος του δὲν ἐκολποῦτο. 
Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη µόνον ζωὴν ἐνδόµυχον.

Εἶχαν περάσει τὰ µεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ. 
Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόµη λάµποντα ἀµυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα, σιµὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. 
Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιµάτο, καὶ µόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιάν ὡς ρογχάλισµά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε µελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦµα. 
Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρας µητρικῆς θωπείας. 
Καὶ ὁ φωσφορισµὸς τοῦ κύµατος ἀπήντα εἰς τὸν σπινθηρισµὸν τοῦ ὄµµατος τοῦ ναύτου.

Ἦτο καρφωµένον, ἐµπηγµένον ἀτενῶς τὸ ὄµµα του εἰς ἐν σηµεῖον, εἰς µίαν οἰκίαν, ὑψηλά, ὄχι µακράν, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. 
Ἀνοικτὰ ἦσαν τὰ παράθυρα, αἱ ὕαλοι κλεισµέναι, φῶς µέγα ἔφεγγεν εἰς τὰς ὑάλους.
Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιάς κινουµένας, φεύγουσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλµατα.

Ὁ µικρὸς ναύτης ἐκοίταζεν ἀπλήστως, καὶ δὲν ἀνέπνεεν οὔτε ἐµορµύριζεν.
Ἤκουε µετὰ πολλοὺς ἄλλους κρότους καὶ ἤχους καὶ µετὰ ὕπνους καὶ ὄνειρα καὶ νευρικοὺς τιναγµούς, ἤκουε πότε-πότε σιγῶντα καὶ πάλιν θορυβοῦντα διὰ µακρῶν βιολιά, λαγοῦτα, λαλούµενα. 
Καὶ ἐνωτίζετο ρυθµικὸν κρότον χοροῦ, καὶ ἐνηχεῖτο ᾄσµατα καὶ ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ εὐθυµίας. 
Καὶ ὅλα του ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόµβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτα του. ∆ι’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσµα, οὔτε φθόγγος, οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράση τὸ τί ὑπέφερε.

* *



[2fA]




"Το σημαδάκι "






ΑΛΚΗΣ ΤΡΟΠΑΙΑΤΗΣ  -  ΤΟ «ΣΗΜΑΔΑΚΙ»
-  από την Logotehniki Pandessia


Χειμώνας του ’41. Πιο βαρύς χειμώνας δεν ξανάχε γίνει στην Αθήνα.
Πιο βαρύς και πιο πεινασμένος.
Τη μια μέρα μοιράζουν οι φούρνοι ψωμί και την άλλη όχι.
Την περασμένη βδομάδα κάνανε να δώσουν ψωμί συνέχεια πέντε μέρες.
Ύστερα, την έκτη μέρα, μοίρασαν ένα ψωμί που δεν είναι μήτε κριθάρι, μήτε σκύβαλο.
Λεν ότι είναι σκουπόψωμο – κίτρινο σα μπομπότα και οι φουρναραίοι το αφήνουν επιτούτου άψητο, για να βαραίνει πιο πολύ.

Καθώς το πιάνεις στα χέρια σου, κολλάει στα δάχτυλά σου απάνω ένα στρώμα από μαυροκίτρινο ζυμάρι.
Η ίδια αυτή η γλίνα κολλάει κι απάνω στον ουρανίσκο σου, καθώς το καταπίνεις μπουκιά μπουκιά.
Το καταπίνεις και σου έρχεται να κλάψεις.

Τρεις μέρες έβρεξε συνέχεια και την τέταρτη πήγε και βγήκε ήλιος.
Μα ένας ήλιος κακομοίρης και μίζερος. Λειψός σα με δελτίο.
Κρυώνεις πιο πολύ παρά πριν που έβρεχε και δεν είχε ήλιο.

Είναι ένα «σημαδάκι» στη γωνιά του δρόμου.
Από μακριά καθώς το παίρνει το μάτι σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καλά-καλά τι είναι.
Μπορεί να είναι άνθρωπος, μπορεί και όχι.
Όσο περισσότερο σιμώνεις, αρχίζεις να ξεχωρίζεις το σχήμα από άνθρωπο.
Κι όταν φτάνεις πιο κοντά του, τότε λες ότι έτσι είναι.

Δεν είναι παραπάνω από δέκα χρονών αυτό το «σημαδάκι».
Το σακάκι που φοράει είναι μακρύ, τα μανίκια φτάνουν σχεδόν ίσαμε τις άκρες από τα δάχτυλα των χεριών.
Αυτά τα δάχτυλα είναι βρώμικα από την απλυσιά και μελανιασμένα από το κρύο.
Ωστόσο, σου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις, από τι είναι μαύρα το πιο πολύ – από την απλυσιά ή από το κρύο.

Το ίδιο και τα πόδια. Ξιπόλητα και θεόγυμνα ίσαμε ψηλά το μερί.
Και λιγνά, σαν ξυλένια.
Λες ότι τώρα, αν κάνει πως σηκώνεται το παιδί και θελήσει να στηρίξει απάνω τους το βάρος του κορμιού του, τα καλαμένια αυτά ποδαράκια θα κάνουν κρακ και θρυμματιστούν σα γυαλένια.
Μα πάλι, τούτο το κορμάκι είναι τόσο μικρό και τόσο στεγνωμένο, που μπορούν να το βαστήξουν ακόμα και δύο σπιρτόξυλα.

Το πιο πολύ, σ’ αυτό το κορμάκι βαραίνει ο σάκος που φοράει.
Του φτάνει ίσαμε τ’ αστραγάλια των ποδιών, του πνίγει σχεδόν τα χέρια, με δυσκολία ξεφεύγει και γλυτώνει από το φαρδύ γιακά του το κεφαλάκι του παιδιού.

Ένα κεφάλι σαν του πουλιού.
Το πετσί κολλάει πάνω στα κόκαλα – κ’ έτσι όλο το μούτρο μοιάζει με κοκκαλιάρικη φιγούρα.
Τα μάγουλα, το πηγούνι, το κούτελο, όλα ξέσαρκα.
Λίγη σάρκα έχουν μονάχα τα χείλια – μα είναι στεγνά κι ασάλευτα κι αυτά, τόσο πολύ, που λες ότι είναι ψεύτικα.

Μένουν ακόμα τα μάτια.
Να είχαν, τουλάχιστο, αυτά ένα κάποιο φως, θα έδειχνε αλλιώτικο τούτο το στεγνωμένο μούτρο του μικρού παιδιού.
Αυτά, όμως, τα μάτια είναι άχρωμα κι ανέκφραστα.
Στυλώνονται απάνω σου έτσι κρύα, που για μια στιγμή θαρρείς ότι ο αέρας που φυσάει γίνεται ακόμα πιο παγωμένος από πρώτα.

Σ’ αυτή τη θέση το βρίσκεις από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Όποιαν ώρα περάσεις, θα το ιδείς. Ασάλευτο και παγωμένο.
Έχει μπροστά κ’ ένα τενεκεδένιο κουτί.
Σπάνια το βλέπεις γεμάτο αυτό το κουτί.
Το παιδί είναι πάντα σιωπηλό κ’ έχει τόσο παγωμένα, ανέκφραστα μάτια…
Ίσως και να μην το έχουν δασκαλέψει, πώς πρέπει να φέρεται, για να τραβάει τη συμπόνια των περαστικών.

- Έχεις πατέρα;
Το μικρό κεφάλι, που μοιάζει με κεφαλάκι πουλιού, κουνήθηκε αρνητικά.
- Μητέρα;
Τούτη τη φορά, το κεφάλι κουνήθηκε αντίθετα.
- Αδέρφια;
Το ίδιο.

Αυτά, είναι λόγια παιδιού. Λόγια που βγαίνουν από νοήματα.
Άλλοι, από περιέργεια ίσως, μπόρεσαν, κι έμαθαν πιο πολλά γι’ αυτό.
Είναι ορφανό από πατέρα κι έχει τη μητέρα του άρρωστη κατάκοιτη στο κρεβάτι.
Υπάρχουν ακόμα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το δικό μας το «σημαδάκι».
Ζουν κι αυτά από τη ζητιανιά.
Μέσα στο τενεκεδένιο κουτί μαζεύονται δεκάρικα, εικοσάρικα, πενηντάρια.

Καμιά φορά – πιο πέρα από το στέκι του παιδιού έχει φούρνο – καθώς περνούν από μπροστά του με το ψωμί στο χέρι οι γειτόνοι, ένας στους εκατό, στους διακόσιους, στους πολλούς, ας πούμε, σταματάει μπροστά του.
Σταμάτησε μια γυναικούλα, που έσερνε από το χεράκι του ένα μικρό πέντε με έξη χρονών.
Το μικρό τσίριζε και γύρευε ψωμί.

Η φτωχούλα έκοψε ένα κομμάτι ψωμί από το κομματάκι που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ξανάκοψε στα δυο, έδωσε τη μια μπουκιά στο δικό της παιδί και την άλλη στο ξένο.
Αυτό την πήρε από τα χέρια της, την έκρυψε στη χουφτίτσα του ενός χεριού και κοίταξε τη φτωχιά καλά-καλά με τα κρύα του μάτια.
Η γυναίκα κοντοστάθηκε.
- Φάτο ντε, του κάνει.

Το «σημαδάκι» δεν έδωσε απάντηση. Μόνο που εξακολούθησε να κοιτάζει την παράξενη κείνη γυναίκα που μοίραζε το ψωμί της στους ξένους.
Κι αυτή του ξαναμίλησε:
- Φάτο, παιδάκι μου, να στυλωθείς μια σταλιά…
Τότε το παιδί πήρε μια ψίχα από τη μπουκίτσα του ψωμιού και την έβανε στο στόμα του.
Βάλθηκε να την πιπιλάει με τη γλωσσίτσα του, σαν καραμέλα, ώρα πολλή.
Ύστερα, λέει της γυναίκας που το παρακολουθούσε:
- Δεν πεινάω… Και βάζει το άλλο κομματάκι του ψωμιού παράμερα.

Τότε, η φτωχιά γυναικούλα αναστέναξε βαθιά, έκοψε άλλο ένα κομματάκι από το ψωμί που της είχε δώσει ο φούρναρης, το ακούμπησε κι αυτό πλάι στο άλλο.
Το βράδυ ό,τι μαζεύει – λεφτά, ψωμί, φαγάκι, ό,τι – το πηγαίνει σπίτι του.
Μια μικρή καμαρούλα, κατά το Λυκαβηττό.
Κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου.

Μια Κυριακή πρωί, κράτησε από το τενεκεδάκι χρήματα το αδύνατο παιδί, ανέβηκε ίσαμε την εκκλησούλα, πήρε ένα κερί από το παγκάρι και το άναψε με δέος μπροστά σε μιαν εικόνα.
Ύστερα, στάθηκε για κάμποσο ασάλευτο μπροστά της.
Ούτε τα χείλια του σάλεψαν, μήτε τα μάτια του ζεστάθηκαν.
Η μητέρα του κάθε μέρα πάει στο χειρότερο.

Κείνο το πρωί πήγε πιο αργά από τις άλλες μέρες στη «δουλειά» του.
Όταν βρέχει, πηγαίνει και κάθεται από έναν τσίγκο, για να μην το βρίσκει η βροχή.
Η υγρασία του περνάει τα κόκαλα.
Και αφού, καθώς είπαμε, δεν έχει μείνει άλλο από κόκαλα απάνω του, πες ότι το αγγίζει γραμμή στην καρδιά.

Κάθε μέρα που περνάει και του βαθουλώνει όλο και πιο πολύ τα μάτια μέσα στις κόχες τους.
Να πεις πως αδυνατίζει πιο πολύ κάθε μέρα, αυτό δεν στέκει, γιατί το «σημαδάκι», δεν έχει από καιρό σταλιά πια κρέας επάνω του.

Ένα πρωί, κάποιος γέρος σωριάστηκε από την πείνα κάμποσα μέτρα πιο μακριά από το παιδί.
Ειδοποίησαν το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και σε λίγο έφτασε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και «μάζεψε» το γέρο.
Κάποιος από τη γειτονιά έδειξε πιο πέρα το παιδί στους νοσοκόμους και τους είπε:
- Δεν το μαζεύετε και τούτο; Δε στέκει καλά στα πόδια του…
Οι άνθρωποι από το αυτοκίνητο το κοίταξαν και είπανε:
- Ας το να πέσει πρώτα… Εμείς μαζεύουμε μονάχα εκείνους που πέφτουν…

Ξαναπήδησαν στο αυτοκίνητο, έβαλαν μπρος τη μηχανή κι έφυγαν, γρήγορα καθώς είχαν έρθει…
Το παιδί ούτε άκουσε, μήτε κατάλαβε.
Μονάχα στύλωσε για λίγο τα μάτια του στην κοψιά του αμαξιού που χανόταν στο βάθος του δρόμου.

Εκείνη τη μέρα μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί οι φούρνοι.
Βγήκε και ένας ήλιος λιγότερος τσιγκούνης από άλλοτε.
Μονάχα το παιδί δε φάνηκε, για πρώτη φορά, στο στέκι του.
- Θα ’φαγε σήμερα τα σαράντα δράμια του και χόρτασε... είπανε δυο περαστικοί, που του ρίχνανε, καμιά φορά στο τενεκεδάκι του, μα δεν είχαν όρεξη να γελάσουν μήτε κ’ οι ίδιοι με το αστείο τους.

Πέρασαν ακόμα άλλες δυο μέρες – πάντα καλοκαιρία και με σαράντα δράμια ψωμί τη μέρα – και η γωνιά του δρόμου εξακολουθούσε να μένει πάντα άδεια.
Ώσπου την τέταρτη μέρα ξαναφάνηκαν στο «στέκι» του παιδιού το ίδιο μακρύ σακάκι, τα ίδια λιγνά και βρώμικα χέρια και πόδια.

Όλα ίδια, κατάιδια – μόνο τα μάτια ήταν αλλιώτικα.
Τούτο το «καινούργιο» παιδί φορούσε τα ρούχα του αλλουνού, μα δεν ήταν το ίδιο.
Αυτουνού τα μάτια ήσαν λιγότερο παγωμένα από του πρώτου και τα χείλια του σαλεύανε, μιλούσανε.
- Ο αδερφός μου – έλεγε άμα το ρωτούσαν, μα ακόμα και δίχως να το ρωτούν μιλούσε – έπεσε άρρωστος και πέθανε πριν δυο μέρες…
Έτσι απλά.

Μέσα σε τόσο λίγο καιρό, σε λιγότερο από δυο χρόνια, έχει τόσο πολύ απλουστευτεί η ζωή, που δεν κάνει σαν άλλοτε εντύπωση όταν έρχεται και σμίγει με το θάνατο.
Πεθαίνουν τόσοι πολλοί κάθε μέρα…
Και, το πιο πολύ τη νύχτα. Όσοι έχουν σφραγιστεί από το κρύο και την πείνα για να φύγουν, σέρνονται με το φως της μέρας στους δρόμους, κάνουν την ύστατη προσπάθεια να κρατηθούν, λες και τρομάζουν να σωριαστούν μέσα στο φως, λες και περιμένουν το σκοτάδι για να φτάσουν στο τέλος.

Άμα φτάσει η νύχτα, τότε δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια.
Θα βυθιστούν στο σκοτάδι της, θα γίνουν ένα μαζί του.
Δε θα τους ιδεί, δε θα τους προσέξει κανένας την ώρα που θα πεθαίνουν.
Καθώς δεν τους είχε προσέξει κανένας και τον καιρό που πολεμούσανε να κρατηθούν στη ζωή.

Το ίδιο τενεκεδένιο κουτί βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στο καινούργιο αυτό παιδί της γωνιάς του δρόμου.
Από τον κόσμο που περνάει από κει, σταματάει πότε-πότε κάποιος κι αφήνει κάτι στο κουτί.
Και το «καινούργιο σημαδάκι» μιλάει άμα το ρωτούν – γιατί, απ’ όσους ξέρανε το πρώτο, λίγοι καταλαβαίνουν τη διαφορά – άμα το ρωτούν, λοιπόν, μιλάει για το άλλο «σημαδάκι» που πέθανε και δε θα ξαναφανεί πια στο στέκι του.

Κι έτσι που μοιάζουν τα δυο τους αναμεταξύ τους – το ίδιο μακρύ σακάκι, το ίδιο λιγνό κορμί, το ίδιο τενεκεδένιο κουτί – τίποτα δε μοιάζει να έχει αλλάξει σε κείνη τη γωνιά του δρόμου.
Μόνο που σήμερα βγήκε πιο πλούσιος ήλιος και οι φούρνοι μοιράσανε σαράντα δράμια ψωμί.

ΤΕΛΟΣ...



doukas - [2fA]



"Μάνα και γιος "





ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  -  ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ  (1940)


Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος
να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
"Ίτε παίδες Ελλήνων ..."

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.





                                                                            


Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

"Νυχτερινή αλλαγή.. "




Ώρα χειμώνα!

Η μεγάλη αποψινή νύχτα, επαναφέρει την ενεργειακή ώρα του καλοκαιριού
στα πατροπαράδοτα μεγέθη της.
Κάποιοι θα ξυπνούν σκοτάδι ακόμα για να πάνε νωρίς στη δουλειά τους
και θα βραδιάζει για όλους νωρίς, τα χειμωνιάτικα απογεύματα.

Από τις 3 μέχρι τις 4 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, κι ενώ θα ξημερώνει Κυριακή,
θα ζήσουμε κάθε λεπτό δυο φορές, έστω και στον ύπνο μας -
και θα θυμηθούμε το πρωί να γυρίσουμε τα ρολόγια μας όλα, μια ώρα πίσω.

Καλό βράδυ!




[2φΑ]

                                                                                                                     


"Ένας στρατιώτης στο μέτωπο





Nικηφόρος Βρεττάκος
-  Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε
πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος
απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
Σαν ήμουνα μικρός
καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο.

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα
και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας,
όλα τα σύνορα μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
Σαν ήμουνα μικρός
καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο.



doukas – [2fA]




"Και στην Αυστραλία.. "




OXI


Όπου υπάρχουν Έλληνες με ψυχή και φρόνημα, γιορτάζουν σήμερα το «ΟΧΙ» 
του 1940.
Δεν γιορτάζουν το τέλος του πολέμου, αλλά την έναρξη του!

Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική -
ακόμα και στην Αυστραλία!...






 fb - [2φΑ]



"Ανέκδοτο του ’40! "





Ένα ανέκδοτο, ενδεικτικό του ενθουσιασμού των ημερών εκείνων…


Μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών το 1940, στα Αλβανικά βουνά, προχωρούν προς τα σύνορα όταν ακούγεται μια φωνή. 
«Ένας Έλληνας αξίζει όσο 10 Ιταλοί»!

Ο Ιταλός διοικητής αμέσως διατάζει μια ομάδα από δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες του, να πάνε να εξοντώσουν αυτόν τον Έλληνα που έχει το θράσος να τους προκαλεί. 
Πάνε πίσω από τον λόφο απ' όπου ακούστηκε η φωνή, ακούγεται μπαράζ πυροβολισμών και έπειτα πλήρης σιγή! 
Μετά από λίγο ακούγεται πάλι η ίδια φωνή... 
«Ένας Έλληνας είναι καλύτερος από 100 Ιταλούς»!

Νευριασμένος ο Ιταλός διοικητής στέλνει τότε τους 100 καλύτερους στρατιώτες του και επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. 
Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά, φασαρία και μετά από πέντε λεπτά, σιγή. 
Μια ήρεμη Ελληνική φωνή ακούγεται και πάλι. 
«Ένας Έλληνας αξίζει παραπάνω από 1000 Ιταλούς»!

Έξαλλος ο Ιταλός διοικητής επιλέγει ακόμα 1000 Ιταλούς και τους στέλνει να πάνε και να εξοντώσουν τον Έλληνα! 
Πολυβόλα, καραμπίνες, όλμοι, αυτόματα, πιστόλια, χειροβομβίδες, κραυγές και ουρλιαχτά ακούγονται και όλα δείχνουν ότι μια λυσσώδης μάχη μαίνεται και κατόπιν σιγή!
Μετά από λίγο, ένας βαριά τραυματισμένος Ιταλός εμφανίζεται από τον λόφο, πέφτει στα πόδια του διοικητή και ψελλίζει. 

«Μη στείλεις άλλους Comandatore… πρόκειται για παγίδα! 
Είναι ΔΥΟ οι Έλληνες»!




endiaferonta - [2φΑ]





"Ἡ ὡραιότερη στιγμή "





Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
-  τοῦ Κώστα Οὐράνη
[Περιοδικόν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536
Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1374-1375]


Θυμᾶμαι πάντα, κι ἔτσι σὰν νὰ τὶς ζῶ στὸ ἐνεστώς, τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ πρωϊνοῦ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ποὺ ξύπνησα ξαφνισμένος ἀπὸ τοὺς διάτορους γόους τῆς σειρήνας, γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ τὸν γέρο θυρωρό μου, σὰν μοῦ ἀνέβασε τὴν ἐφημερίδα, ὅτι ἡ Ἰταλία μᾶς εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο.
Ἄκουσα τὴν εἴδηση, διάβασα τὶς λεπτομέρειες στὴν ἐφημερίδα - κι᾿ ἀπόμεινα σιωπηλός. 
Ὄχι ἀποσβολωμένος. 
Σιωπηλὸς - καὶ ἀκίνητος, καὶ μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὸ πρωινὸ φῶς.

Δὲν εἶχα καμμία ἀπὸ τὶς συνειθισμένες ἀντιδράσεις ποὺ φέρνει, αὐτόματα, μιὰ τέτοια εἴδηση, δὲν ἔκανα καμμία ἀπὸ τὶς σκέψεις ποὺ προκαλεῖ. 
Δὲν κόχλασε μέσα μου ἄξαφνο μῖσος ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν γιὰ τὴν τόσο ἄδικη (καὶ τόσο δειλὴ ἀπὸ μέρους μιᾶς Μεγάλης Δύναμης) ἐπίθεση. 
Δὲν μὲ κατέλαβε φοβισμένη ταραχὴ γιὰ τὸ ἄνισο τοῦ πολέμου αὐτοῦ, γιὰ τὶς πιθανότητες τῆς ἥττας καὶ τὶς συνέπειές της. 
Δὲν μὲ κέντρισε τυφλὸ πολεμικὸ μένος. Τίποτα.

Ὅ,τι ἔνιωθα ἔτσι ποὺ εἶχα ἀπομείνει σιωπηλὸς κι᾿ ἀκίνητος, δὲν τὸ εἶχα νιώσει ποτὲ ἄλλοτε στὴ ζωή μου καὶ σὲ κανέναν πρίν, ἄλλο πόλεμο. 
Ἦταν σὰν νὰ εἶχα μπεῖ σὲ μία «κατάσταση Χάριτος». 
Ἡ ψυχή μου ἦταν γεμάτη κατάνυξη - σὰν μιὰ ψυχὴ ποῦ ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι τὸ γήινο καὶ γίνεται ἕτοιμη νὰ πλουτισθεῖ μὲ τὸ Θεῖο. 
Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάνυξη, εὐαγγελίστηκα τὴν Ἑλλάδα.

Δὲν ἦταν ἡ ἀφηρημένη τῆς ἔννοια ἢ ἡ συμβολική της παράσταση ἢ κι᾿ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ὅραμά της, ποὺ εἶχε εἰσχωρήσει μέσα μου, ποὺ γέμιζε τὸ εἶναι μου καὶ ξεχείλιζε. 
Ἦταν ἡ Ἑλλάδα αὐτούσια, στὴ ζωντανή της ὑπόσταση: μὲ τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους της, τὶς θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια της, τὰ δάση καὶ τὰ λουλούδια της - καὶ μ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν σ᾿ αὐτήν. 
Ὁ ἴδιος ἐγὼ εἶχα γίνει Ἑλλάδα.

Ὅλα της ἦταν μέσα μου - κι᾿ ἐγὼ ἤμουν μέσα σ᾿ ὅλα. 
Ὅλα της μοῦ ἀνῆκαν - καὶ τοὺς ἀνῆκα. 
Δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ γνώριζα καὶ νὰ μὴν τ᾿ ἀγαποῦσα. 
Τίποτα ποὺ νὰ μὴ μὲ θέρμαινε καὶ ποὺ νὰ μὴν τὸ θέρμαινα. 
Ἡ ψυχή μου ξεχείλιζε ἀπὸ τρυφερότητα γιὰ ὅ,τι ἑλληνικό, ἀπὸ ἀδελφωσύνη γιὰ κάθε Ἕλληνα.

Χάιδευε ἁπαλὰ τὰ πάντα, χαμογελοῦσε ἤρεμα σὲ ὅλους. 
Κι᾿ ἡ πνοὴ τοῦ ἀέρα, κι᾿ ὁ ρόχθος τῶν θαλασσῶν, κι᾿ οἱ μυρωδιὲς τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν θυμαριῶν, καὶ τὸ μουρμούρισμα τῶν τρεχούμενων νερῶν, καὶ τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χάδι. 
Κι᾿ οἱ ἄνθρωποι, νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἀπὸ πολιτεῖες, ἀπὸ βουνά, ἀπὸ κάμπους κι᾿ ἀπὸ νησιά μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χαμόγελο. 
Κι᾿ ἕνα φῶς ἀναστάσιμο ἔλουζε κι᾿ ἐξωράϊζε ὅλους καὶ ὅλα...

Τὸν «εὐαγγελισμὸ» αὐτὸν τὸν ἔνιωσαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν ἡμέρα ἐκείνη, γιατὶ μόνο αὐτὸς ἐξηγεῖ καὶ φωτίζει τὴν προσφυγή τους στὰ ὅπλα, χωρὶς τίποτα τὸ σαστισμένο ἢ τὸ σκυθρωπό ἢ τὸ μοιρολατρικό ἢ καὶ τὸ πολεμόχαρο, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἤρεμη καὶ ἥμερη ἀπόφαση νὰ πολεμήσουν μ᾿ ὅλες τους τὶς δυνάμεις - τεντωμένες ἕως τὸ ἄκρο. 
Αὐτὸς καὶ διαφοροποιεῖ τὸν πόλεμο τοῦτον ἀπὸ κάθε ἄλλο πόλεμο στὴν ἱστορία τῶν λαῶν, γιατὶ κι᾿ ἄλλοι λαοὶ πολέμησαν ἀπὸ «Χρέος πρὸς τὴν πατρίδα» ἢ «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν» ἢ γιὰ νὰ προασπίσουν τὴν ἐλευθερία τους (κι᾿ ὅταν ἀκόμα εἶχαν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν πολὺ δυνατότερους ἐχθρούς), ἐνῶ δὲν συνέβηκε ποτὲ σὲ λαὸ νὰ πάρει τὰ ὄπλα ὅπως οἱ Ἕλληνες τὸ 1940: 
ἔχοντας, ὁ κάθε ἕνας τους, μοναδικὸ κίνητρο τὴν Ἀγάπη, - μιὰν ἀπέραντη, τρυφερὴ κι᾿ ἀφιλοκερδῆ ἀγάπη ποὺ ἀγκάλιαζε, μὲ χάδι καὶ μὲ χαμόγελο, τὸν τόπο τους ὅλο κι᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου τους.

Κι᾿ εἶναι γι᾿ αὐτὸ - κι᾿ ὄχι γιὰ τὸν ἡρωισμὸ πού ἔδειξε ἢ καὶ γιὰ τὴ νίκη ποὺ κατήγαγε στὸν πόλεμο - ποὺ ἡ 28η Ὀκτωβρίου θὰ μείνει στὴν Ἱστορία μας, ὡς «ἡ ὡραιότερη στιγμὴ» τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, σ᾿ ὅλη τὴν μακραίωνη ζωή του.


ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν





pheidias.antibaro – [2fA]

                                                                                     


Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

"Άγια κορμιά.. "





π. Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος
-  Άγια κορμιά…



Κοιτούσα την εικόνα του αγίου Δημητρίου, και η μνήμη μου περπάτησε στην Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο ναό του. 
Θυμήθηκα αυτό το θαύμα του μύρου που τρέχει από το κορμί του αγίου και κερνάει τις πικραμένες καρδιές. 
Όχι «καθαρές» πικραμένες, πληγωμένες και αναγκεμένες.

Τι όμορφο να μην αγιάζει μόνο η ψυχή μα και το κορμί. 
Να σου λέει ο Θεός μας, ολόκληρο σε θέλω κι ας μας έχουν στο όνομα της «θρησκείας» τεμαχίσει εδώ και αιώνες.

Και το κορμί μετέχει στο αγιασμό, στην δόξα, στην ομορφιά της βασιλείας Του. 
Έτσι πεσμένο κι αυτό, κουρελιασμένο και ρακένδυτο, απο κάθε "αρετή" και επιβεβαίωση του "εγώ" το ντύνει ο Θεός με την Χάρι Του.

Και κάπου εκεί, στις σκέψεις αυτές, θυμήθηκα τον Άγιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη. 
Όταν τον έφεραν στο χωριό του την Εθιά, διπλά ακριβώς το δικό μου χωριό. 
Τρεις μέρες σχεδόν άταφος. Τι φως ήταν αυτό στο πρόσωπο του; 
Τι λάμψη; Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

Μα πιο πολύ δεν θα λησμονήσω, πως στάθηκα σε όλη την εξόδιο ακολουθία στο ύψος το ποδιών του. Στις πατούσες του συγκεκριμένα. 
Δεν του φορούσαν παπούτσια, αλλά κάτι μαύρες κάλτσες. 
Όταν τελείωσε η ακολουθία, και περάσαμε να το αποχαιρετίσουμε, αισθάνθηκα την ανάγκη να τον ακουμπήσω. 

Δε μου έφταναν μονάχα οι ευχές, ήθελα και μια τελευταία αγκαλιά.
Έπιασα τα πόδια του, τα φίλησα και έβραζαν. Ήταν ζεστά και μαλακά. 
Ήταν το πιο ζεστό κορμί που άγγιξα ποτέ μου, τρεις μέρες άταφο, μα ζωντανό.



p.libyos – [2fA]

                                                     


Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Παλιές ιστορίες..





ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Όσα σου γράφω δεν τα διαβάζεις
σαν σου μιλώ τα μισά μόνο ακούς
όταν σου τραγουδώ χειροκροτείς γιατί
σ’ αρέσει η μουσική
κι άμα σωπαίνω μου γυρίζεις την πλάτη

θέλεις να βρίσκεσαι κοντά
στις αναμνήσεις μου
χαίρεσαι να μετέχεις όπως
άλλοτε στις στιγμές μου
όμως δεν θέλεις πια να ξέρεις -
τα λόγια σε πίκραναν.



Μ Ψ

                                                                                           


Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ισορροπίες [Γσφ -03]




….

Συνεχίζω από τον νοερό μονόλογο μου.
Πάντα κάτι, πασχίζει να ισορροπήσει - μια πράξη, μια κίνηση, μια λέξη..
να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, ανάμεσα στην επιθυμία 
και την επιβεβαίωση, στην προσδοκία και την απογοήτευση, στη φυγή 
και τη δικαίωση…

Και ο μονόλογος αυτός προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη σιωπή σου 
και την ανησυχία μου.
Δεν έφτασε στη συνείδηση σου η νοερή μου έκκληση, φοβούμαι πως κι αυτό μου
το γράμμα δεν θα το διαβάσεις  – είπες ν’ αλλάξεις ρότα, φόρμα, σχεδιασμό 
και να πορευτείς στο άγνωστο, σαν Οδυσσέας ν’ αναζητήσεις την Ιθάκη σου 
αυτόνομα, χωρίς άλλων υποδείξεις.

Κάποτε σ’ ενέπνεε ο δρόμος του φεγγαριού. Τον εμπιστευόσουν.
Το λάθος τώρα, είναι πως επιλέγεις την απομάκρυνση από την συναίνεση
και την αυτονόμηση από την συνδρομή.
Μα η απόσταση επιφέρει λήθη και η λήθη επιτείνει την απόσταση
από την αλήθεια.

Δικαίωση στην επιθυμία ή στη συνείδηση;
Η προοπτική της επιθυμίας είναι κενή, η συνείδηση έλκεται
από την αγάπη.
Δεν είναι φανερή η αδυναμία ισορροπίας σου;
Η εμμονή δεν οδηγεί πουθενά – όλοι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο.
Η απουσία δεν καταγράφεται, είναι οδυνηρή, αλλά δεν υφίσταται.

Κάθε τόσο, έχουμε καινούργιο φεγγάρι…
Θα συνεχίσω και πάλι νοερά – εκεί δεν υπάρχουν αποστάσεις.
Εμπιστεύομαι κι ελπίζω…


Μ.

                                                                                                  


Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

'Ο ψαράς κι η ψυχή του "





Oscar Wilde  -  "Ο ψαράς κι η ψυχή του"


Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. 
Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά, δεν έπιανε τίποτα. 
Όταν ο άνεμος ερχόταν από τα βάθη της θάλασσας, τότε τα δίχτυα του γέμιζαν άφθονα ψάρια.

Ένα βράδυ τα δίχτυα του ήταν τόσο βαριά που δεν μπορούσε να τα τραβήξει πάνω στη βάρκα του. 
"Πω! Πω! σκέφτηκε, σίγουρα θα έχω πιάσει όλα τα ψάρια της θάλασσας ή κανένα τεράστιο θαλάσσιο τέρας, από αυτά που μόνο στους απέραντους ωκεανούς μπορείς να βρεις."
Όταν με τα πολλά κατάφερε να φέρει το δίχτυ στην επιφάνεια, είδε μια μικρή Γοργόνα που κοιμόταν, χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα. 
Ο ψαράς μόλις την είδε έχασε τη λαλιά του. 
Ήταν τόσο όμορφη, που άλλη γυναίκα δεν είχε δει πουθενά να έχει τη δική της ομορφιά.
Τα μαλλιά της υγρά και ξανθά σαν το χρυσάφι, έπεφταν στους ώμους της. Το κορμί της ήταν ολόλευκο και η ουρά της σαν να ήταν καμωμένη από χιλιάδες μαργαριτάρια. 
Πράσινα πέπλα της θάλασσας τυλίγονταν γύρω της και σαν κοράλλια ήταν τα μάτια και τα χείλη της. Ο ψαράς δεν μπόρεσε να κρατηθεί και άπλωσε τα χέρια του κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του.

Η Γοργόνα όμως ξύπνησε και τρόμαξε τόσο πολύ, που παρακαλούσε τον ψαρά να την αφήσει να φύγει, γιατί ήταν η μοναχοκόρη του βασιλιά του θαλασσόκοσμου. 
Τότε ο μικρός ψαράς, αφού σκέφτηκε λίγο και επειδή δε ήθελε να τη χάσει, της είπε ότι θα την άφηνε να φύγει, αρκεί να του υποσχεθεί, πως όποτε την φώναζε θα έβγαινε πάνω στον αφρό της θάλασσα για να του σιγοτραγουδήσει. 
Η Γοργόνα, του το υποσχέθηκε και έτσι και έγινε.
Κάθε βράδυ ο μικρός ψαράς πήγαινε στο ίδιο σημείο και την καλούσε. 
Έβγαινε τότε εκείνη και τραγουδούσε τόσο γλυκά, που όλα τα ψάρια μαζεύονταν γύρω της για να την ακούσουν και τα δελφίνια χόρευαν πάνω στον αφρό.

Ο ψαράς μαγεμένος ξεχνούσε τα δίχτυα του και τα ψάρια του και ερωτευμένος καθώς ήταν, καθόταν και κοιτούσε την όμορφη Γοργόνα, ακούγοντας το τραγούδι της. 
Ώσπου ένα βράδυ δεν άντεξε άλλο να κοιτάει μόνο τη Γοργόνα και της είπε:
«Γοργόνα μου γλυκιά, σ’ αγαπάω και θέλω να γίνω άντρας σου. 
Θέλω τη ζωή μου να την περάσω μαζί σου». 
Η μικρή Γοργόνα όμως κούνησε το κεφάλι της. 
«Έχεις ανθρώπινη ψυχή. Αν τα καταφέρεις να διώξεις την ψυχή σου, τότε θα μπορέσω να σε αγαπήσω και να έρθεις μαζί μου στο θαλασσόκοσμο και στο βασίλειο μου».
Αυτά είπε η Γοργόνα και έφυγε. 

Τότε ο ψαράς σκεφτόταν και μονολογούσε:
«Τι είναι αλήθεια η ψυχή και σε τι μας χρησιμεύει;
Εγώ δεν την έχω δει ποτέ και δεν την έχω αγγίξει. 
Άρα θα είναι κάτι περιττό μάλλον, που έχουμε μέσα μας. 
Και βέβαια θα το διώξω, αν πρόκειται να κερδίσω την ευτυχία που αποζητάω, παίρνοντας για γυναίκα μου την πεντάμορφη Γοργόνα».

Χωρίς να σκεφτεί παραπάνω, τρέχει αμέσως στον παπά που τρομαγμένος από τα λόγια αυτά και θυμωμένος του λέει: 
«Αλίμονο! Ποιος σε μάγεψε και λες τέτοια λόγια; 
Την ψυχή, μας την έχει δώσει ο Θεός για να είμαστε άνθρωποι καλοί και ευγενικοί. 
Να σκεφτόμαστε και να κάνουμε πάντα το σωστό. 
Χωρίς την ψυχή και τη βοήθεια της καρδιάς ο άνθρωπος κάνει τις χειρότερες πράξεις και τίποτα δεν έχει μέσα του, γιατί δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό.
Τίποτα δεν αξίζει όσο αυτή και δεν υπάρχει μεγαλύτερη θυσία από αυτή που έκανε ο ίδιος ο Θεός για την ψυχή. 
Μόνο φύγε τώρα από δω και μη σε ξανακούσω να λες τέτοια πράγματα.»

Ο μικρός ψαράς έφυγε λυπημένος, όμως μαγεμένος από τη Γοργόνα του, το είχε πάρει απόφαση. Θα έδινε την ψυχή του και αυτά που του είπε ο παπάς καθόλου δεν τα σκέφτηκε, γιατί δεν μπορούσε να τα καταλάβει.
Θυμήθηκε τότε, πως παλιότερα είχε ακούσει για μια μάγισσα που ζούσε σε μια σπηλιά πάνω σε ένα ψηλό βουνό και όλα μπορούσε να τα καταφέρει. 
Πήρε τον δρόμο ο μικρός ψαράς για το βουνό και αφού περπάτησε πολύ, βλέπει από μακριά μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά να κρατά στα χέρια της πολλά περίεργα βότανα.
Κατάλαβε ότι αυτή ήταν η μάγισσα και έτρεξε κοντά της. 
«Θέλω να διώξω την ψυχή μου», της είπε με φωνή που έτρεμε από την κούραση και την αγωνία. Η μάγισσα ποτέ δε φανταζόταν ότι θα της ζητούσε κάποιος κάτι τόσο τρομερό. 
Χλόμιασε όταν το άκουσε, και στην αρχή αρνήθηκε.

Προσπάθησε να του δείξει τη δική της ομορφιά, γιατί στ’ αλήθεια ήταν και εκείνη πολύ όμορφη, όμως ο ψαράς καμία άλλη δεν ήθελε, από την μικρή του Γοργόνα. 
Και όταν πια η μάγισσα είδε ότι τίποτα δεν του άλλαζε γνώμη και ότι την παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια, βγάζει από τη ζώνη της ένα στιλέτο και του λέει: 
«Εκείνο που οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι η σκιά τους δεν είναι….
Είναι το σώμα της ψυχής. Πρέπει να σταθείς στην ακροθαλασσιά με την πλάτη στο φεγγάρι και να κόψεις γύρω από τα πόδια σου τη σκιά σου, προστάζοντας την να φύγει. 
Έτσι μόνο μπορείς να διώξεις την ψυχή σου». 
Και πριν προλάβει να του πει τίποτε άλλο, ο μικρός ψαράς είχε ήδη φτάσει χαμηλά στην ακροθαλασσιά και έκανε αυτό που του είπε η μάγισσα.

Η ψυχή του, που ένιωσε ότι ήθελε να την διώξει, άρχισε να τον παρακαλάει, όμως αυτός είχε κλείσει τα αυτιά του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα συναντούσε επιτέλους την αγαπημένη του.
«Φύγε» της λέει «δεν σε χρειάζομαι. Δεν μου έχεις κάνει κανένα κακό, όμως δεν μου έχεις προσφέρει και τίποτα. Δε σε θέλω λοιπόν μέσα μου». 
«Σε παρακαλώ!» του φώναξε η ψυχή. «Τουλάχιστον δώσε μου και την καρδιά σου να μου κρατάει συντροφιά, γιατί ο κόσμος είναι πολύ σκληρός».
«Αν σου δώσω την καρδιά μου, πως θα αγαπάω τη μικρή μου Γοργόνα; 
Η καρδιά μου είναι η αγάπη μου. Μη με καθυστερείς λοιπόν και φύγε αμέσως!». 
«Καλά» του λέει εκείνη. «Θα φύγω, αλλά θα έρχομαι κάθε χρόνο εδώ στην ακροθαλασσιά και θα σε καλώ. Μπορεί να με έχεις ανάγκη» του είπε και έφυγε.

Ο μικρός ψαράς ελεύθερος πια βούτηξε στα καταγάλανα νερά και έτρεξε να βρει την αγαπημένη του ακούγοντας τις τρομπέτες στο θαλασσόκοσμο να πανηγυρίζουν τον ερχομό του.
Αφού πέρασε ένας χρόνος, η ψυχή ήρθε στην ακροθαλασσιά και φώναξε τον μικρό ψαρά. Εκείνος βγήκε στην επιφάνεια, την πλησίασε και τη ρώτησε τι τον ήθελε.
«Πήγα σε κόσμους θαυμαστούς, όταν με άφησες» του λέει « και ήρθα τώρα εδώ, γιατί έχω ένα δώρο για σένα. 
Σου φέρνω από την Ανατολή τον καθρέφτη, της Σοφίας. 
Όποιος έχει αυτόν τον καθρέφτη είναι ο πιο σοφός από όλους τους σοφούς και όλα τα μυστικά του κόσμου είναι δικά του. 
Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να έρθεις μαζί μου». 
«Η Αγάπη είναι πιο σημαντική από την Σοφία» λέει ο μικρός ψαράς «και η Γοργόνα με αγαπάει» είπε και χάθηκε πάλι στο βυθό της θάλασσας.

Ο επόμενος χρόνος ήρθε και μαζί του ήρθε και η ψυχή. 
Κάλεσε πάλι το μικρό ψαρά και αφού την πλησίασε, του είπε: 
«Όταν με έδιωξες την προηγούμενη φορά ταξίδεψα στο Νότο και σου φέρνω από εκεί το δαχτυλίδι του Πλούτου. 
Όποιος έχει αυτό το δαχτυλίδι, είναι ο πιο πλούσιος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου και όλα τα πλούτη που υπάρχουν είναι δικά του. 
Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να έρθεις μαζί μου».
«Η Αγάπη είναι καλύτερη από όλα τα πλούτη του κόσμου», της απάντησε ο ψαράς «και η γοργόνα με αγαπάει», είπε και πάλι χάθηκε στα βαθιά νερά της θάλασσας.

Τον τρίτο χρόνο η ψυχή ήρθε πάλι στην ακροθαλασσιά και του είπε για μια χορεύτρια, που είχε δυο κατάλευκα πόδια και χόρευε τόσο όμορφα, που έμοιαζαν σαν δυο περιστέρια που πετάνε στον ουρανό. 
Αυτή τη φορά, επειδή η Γοργόνα δεν είχε πόδια, αλλά μόνο μια ουρά και ο μικρός ψαράς λαχταρούσε να δει μια γυναίκα με πόδια να χορεύει, πείστηκε και ακολούθησε την ψυχή του.
Όμως η ψυχή τον ξεγέλασε και τον πήρε μαζί της στις πόλεις που πήγαινε, όταν ήταν μόνη της και τον έβαζε να κάνει άσχημα πράγματα. 
Γιατί όταν την είχε διώξει δεν της είχε δώσει καρδιά. 
Και η ψυχή, όταν δεν είναι μέσα στον άνθρωπο και δεν έχει την καρδιά για συντροφιά, δεν ξέρει μόνη της να κάνεις τα σωστά. 
Και έμαθε στον κόσμο, που πήγε, να κάνει τα κακά και να τα ευχαριστιέται.

Ο μικρός ψαράς δεν ήθελε να κάνει τις πράξεις αυτές, όμως δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί την ψυχή του, γιατί η μάγισσα δεν του είχε πει πως, αν έμπαινε πάλι μέσα του η ψυχή, δεν θα μπορούσε ποτέ πια να τη διώξει. 
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να δέσει τα χέρια του και να κλείσει τα αυτιά του, για να μην ακούει τις εντολές αυτής της διεφθαρμένης ψυχής. 
Πήγε στην ακροθαλασσιά, έχτισε ένα σπιτάκι και καθόταν εκεί φωνάζοντας μάταια την αγαπημένη του να βγει λίγο για να την δει.

Τα χρόνια περνούσαν και η Γοργόνα δεν έβγαινε.
Αυτός όμως τη φώναζε πρωί βράδυ, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα την έβλεπε. 
Η ψυχή, που ήταν μαζί του και έβλεπε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να την αφήσει να επιστρέψει πάλι μέσα του και να νιώσει και αυτή την καλοσύνη του.
Ο μικρός που είχε καταλάβει το κακό που της είχε κάνει, όταν την έδιωξε, προσπάθησε να την αφήσει να μπει, όμως η καρδιά του ήταν τόσο γεμάτη από αγάπη που δεν έβρισκε χώρο. 
Και όταν η ψυχή άρχισε να μπαίνει μέσα του, μια δυνατή βοή ακούστηκε και η θάλασσα έγινε μαύρη και θεόρατα κύματα απλώθηκαν πάνω της.

Η μικρή Γοργόνα είχε πεθάνει και ο θαλασσόκοσμος θρηνούσε. 
Ο ψαράς πήγε τότε κοντά στη θάλασσα και φώναξε: 
«Μπορεί να σε πρόδωσα και να έφυγα γλυκιά μου Γοργόνα, όμως η αγάπη μου για σένα γέμιζε πάντα την καρδιά μου και αφού εσύ δεν υπάρχεις πια, δεν μπορώ κι εγώ να ζω, γιατί υποσχέθηκα να είμαι πάντα μαζί σου», είπε και έπεσε στα μαυρισμένα νερά της θάλασσας μαζί με την ψυχή του που είχε βρει πια τον δρόμο της και είχε γίνει ξανά ένα μαζί του.
Είχε δίκιο λοιπόν ο μικρός ψαράς. 
Η Αγάπη είναι πιο πολύτιμη από όλα όσα του είχε προσφέρει η ψυχή από τα ταξίδια της. 
Δεν είχε όμως καταλάβει ότι χωρίς την ψυχή του μέσα του ότι και να ένιωθε, θα ήταν μισό. 
Γιατί η ψυχή το κάνει μεγάλο και ζωντανό.

Όσο για τους δυο ερωτευμένους, εκεί που τους βρήκαν είχαν ανθίσει υπέροχα λουλούδια και πρώτη φορά είχαν δει οι κάτοικοι του χωριού τέτοια λουλούδια να φυτρώνουν στην ακροθαλασσιά.




[2fA]

                                                         


Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

"Άγιοι Παίδες και Καβάφης "





Oι Άγιοι Επτά Παίδες (1925)
K. Π. Καβάφης, από τα Ατελή ποιήματα 1918-1932



Έμορφα που εκφράζεται το συναξάριον:
«ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς με τους αγίους
κ' οι επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες,
ενύσταξαν ολίγο οι άγιοι»
και τες ψυχές των στον Θεό παρέδωσαν

Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου που
κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν
από τον διωγμόν των εθνικών, κ' εκεί εκοιμήθησαν -
και την επαύριον εξύπνησαν. επαύριον γι' αυτούς.
μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες

ξύπνησε την επαύριον και πήγε
ένας των, ο Ιάμβλιχος, για ν' αγοράσει άρτον,
κ' είδεν εμπρός του άλλην Έφεσον,
όλην καθηγιασμένη μ' εκκλησίες, και σταυρούς.

κ' εχάρηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες,
και τους ετίμησαν και τους προσκύνησαν οι χριστιανοί -
κ' ήλθε κι απ' την Κωνσταντινούπολιν ο βασιλεύς,
ο Θεοδόσιος, ο γιός του Αρκαδίου,
και τους προσκύνησεν κι αυτός,
ως πρέπον, ο ευλαβέστατος

και χαίρονταν οι Άγιοι Επτά Παίδες
σ' αυτόν τον κόσμο τον ωραίο, και τον χριστιανικόν,
τον αγιασμένο μ' εκκλησίες, και σταυρούς

μα έλα που ήσαν όλα τόσο διαφορετικά,
και τόσα είχαν να μάθουν και να πουν,
(και τέτοια δυνατή χαρά ίσως εξαντλεί κι αυτή)
που γρήγορα κουράσθηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες,
από άλλον κόσμο φθάσαντες,
από σχεδόν δυο αιώνες πριν,
και νύσταξαν μες στην συνομιλία -
και τους αγίους οφθαλμούς των έκλεισαν.



sophia-ntrekou – [2fA]