Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

"Ο καλός ξυλουργός "





Ανάθεσε του τη δουλειά  -  ξέρει εκείνος…


Κάποτε, δυο αδέλφια που ζούσαν στα διπλανά κτήματα τους, μάλωσαν για μια ασήμαντη αφορμή, που την έφερε η κακιά ώρα, και τους φάνηκε σαν κάτι φοβερό και ασυγχώρητο. 
Μέχρι τότε ζούσαν πάντα αγαπημένοι.

Μοιράζονταν τα μηχανήματα τους, βοηθούσε ο ένας τον άλλον και έτρωγαν όλοι μαζί τις Κυριακές, με τις οικογένειες τους και με φίλους τους. 
Πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου.

Η παρεξήγηση τους όμως εκείνη τη μέρα, εξελίχθηκε σε έναν άγριο καυγά και ειπώθηκαν πολύ άσχημες κουβέντες. Ακολούθησαν πολλές εβδομάδες σιωπής.
Τα αδέρφια δεν μίλαγαν πια ο ένας στον άλλον. 
Προσπαθούσαν να μην συναντιούνται καν στο δρόμο ή στην πόλη.


Ένα πρωί, κάποιος χτύπησε τη πόρτα του μεγαλύτερου αδερφού.

Εκείνος άνοιξε και είδε έναν άντρα. 
- Είμαι ξυλουργός, του είπε, και ψάχνω μια δουλειά για δυο τρεις μέρες. 
Μήπως έχετε κάτι, που θα μπορούσα να φτιάξω;

- Ναι, του απάντησε ο μεγάλος αδερφός. Έχω μια δουλειά για σένα.
Βλέπεις αυτό το σπίτι απέναντι; Είναι ο γείτονάς μου. Για την ακρίβεια είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Τον περασμένο μήνα ανάμεσα στα σπίτια μας υπήρχε ένα λιβάδι.
Αυτός όμως πήρε μια μπουλντόζα και έσκαψε ένα βαθύ αυλάκι που γέμισε νερό με τις βροχές κι έγινε ποταμάκι.

Μπορεί λοιπόν αυτός να έσκαψε αυλάκι, εγώ όμως σκέφτηκα κάτι ακόμα καλύτερο.
Δίπλα στο στάβλο έχω πολλά ξύλα κι εργαλεία. Θέλω να μου φτιάξεις ένα φράχτη τρία μέτρα ψηλό. Δεν θέλω πια να βλέπω ούτε το σπίτι του, αλλά ούτε και το πρόσωπο του.
Δεν θέλω καμιά σχέση μαζί του.

- Νομίζω πως κατάλαβα τι ακριβώς χρειάζεσαι, είπε ο ξυλουργός. 
Δείξε μου τα ξύλα και τα εργαλεία κι άστο πάνω μου.


Την επόμενη μέρα ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη. 
Πριν φύγει, έδειξε ό,τι έπρεπε στον ξυλουργό και τον αποχαιρέτησε ικανοποιημένος για αυτό που θα αντίκριζε το βράδυ.

Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά όλη την ημέρα.
Όταν με τη δύση του ηλίου ο μεγάλος αδερφός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε πια τελειώσει.
Τα μάτια του αγρότη μόλις αντίκρισε αυτό που έφτιαξε ο ξυλουργός άνοιξαν διάπλατα. 
Δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

Ο ξυλουργός δεν είχε φτιάξει φράχτη. Είχε φτιάξει μια γέφυρα. 
Μια γέφυρα που πέρναγε πάνω από το αυλάκι και ένωνε το χωράφι του, με του αδερφού του.


Την ίδια στιγμή, είδε τον αδερφό του να πλησιάζει χαμογελαστός προς το μέρος του με τεντωμένα τα χέρια.
- Αδερφέ μου, είπε,  δεν ξέρω τι να πω.
Μετά από τον τρόπο που σου φέρθηκα, εσύ έφτιαξες μια γέφυρα!, του φώναξε.
Συγχώρεσε με!

Τα δύο αδέλφια συναντήθηκαν στη μέση της γέφυρας και αγκαλιάστηκαν πολύ σφιχτά με δάκρυα στα μάτια.
Ο ξυλουργός μάζευε τα πράγματα του κι ήταν έτοιμος να φύγει.
Ο μεγάλος αδερφός γύρισε προς το μέρος του, για να τον ευχαριστήσει.

- Ε, του είπε, μη φεύγεις, εδώ έχουμε πολλές δουλειές…
Μπορείς να μείνεις όσο θέλεις.
- Θα το ’θελα, απάντησε μ’ ένα χαμόγελο ο ξυλουργός, αλλά έχω πολλές γέφυρες ακόμα να φτιάξω…


GT – [2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου