Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

"Η Στέλλα του δασάρχη "





Ένας έρωτας, ένα δημοτικό τραγούδι, πολλά κουτσομπολιά…
-  από την Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά


Εκείνο τον καιρό στην πόλη μας ήρθε ο νέος δασάρχης. 
Ήταν από τα θέματα της πόλης, ο νέος υπάλληλος, ο δάσκαλος, ο καθηγητής, ο δασικός, κλπ. Όλοι εντυπωσιάσθηκαν από την όμορφη γυναίκα του δασάρχη.

Η γνωριμία γίνονταν με το περιβάλλον του νέου στη δουλειά, και μετά με τους φίλους που είχαν στον κλειστό χώρο τους.
Όσο κι αν ήταν μικρή η πόλη μας, είχε τους κατοίκους σε τάξεις ή και σε κομματικά.
Ήταν τότε τα χρόνια δύσκολα και μια μικρή πόλη ήταν επιφυλακτική στους νέους που θα έμπαιναν στη μικρή τους κοινωνία.

Όλοι όμως είχαν να λένε για την όμορφη δασαρχίνα, ψηλή, όμορφη, ξανθομαλλούσα δεν είχε ταίρι. Νοίκιασαν ένα χώρο κάπου πίσω από το ρολόι. 
Εκεί το νεαρό ζευγάρι έστησε το σπιτικό του.

Ζούσαν ήσυχα και ήταν διακριτικό το νέο ζευγάρι, όσο κι αν το πλησίαζαν οι κουτσομπόλες (γιατί αυτό το φρούτο στις μικρές κοινωνίες είναι πολύ αναπτυγμένο).

Σπάνια έβγαιναν και πήγαιναν σε γιορτές και πανηγύρια.
Σε μια βόλτα και ένα κινηματογράφο. Σε μια γιορτή, κάποια σηκώθηκε και είπε στη γυναίκα του Δασάρχη να χορέψει την παραγγελιά που έδωσαν για να την τιμήσουν.
Εκείνη σαν άκουσε το τραγούδι, είπε ευχαριστώ όλους όσους είχατε την πρόθεση και μου κάνατε την τιμή να σηκωθώ να χορέψω, όμως αυτόν τον χορό δεν τον γνωρίζω.

Οι κουτσομπόλες άρχισαν να μουρμουρίζουν
- Στέλλα δεν την λένε τη γυναίκα του δασάρχη; Μήπως;
- Μπα δεν θα το μαθαίναμε;
- Αλλά υπάρχει γυναίκα, που να μη ξέρει να χορεύει ένα απλό συρτό; 
Εκεί ισχύει το... ψύλλοι στα αυτιά μου μπήκανε ...


Και άρχισαν να ψάχνουν, από που ήρθε ο δασάρχης.
Και το κουτσομπολιό πήγαινε σύννεφο.
Η γυναίκα του δασάρχη έπαψε να είναι η δασαρχίνα, κατά το η δασκαλίνα κλπ.
Έγινε η Στέλλα και η σύνδεση της ήταν με τη Στέλλα του Κοντούλη. 

Εκείνη δεν μιλούσε και κλείστηκε στο σπίτι της όλο και περισσότερο.
Σε όλες τις γειτονιές ακούγονταν το τραγούδι της Στέλλας: 

«Στέλλα μωρ' Στέλλα, κακιά κοπέλα 
τα μάθατε τι γίνηκε στα πέρα Δολιανά, 
η Στέλλα του Κοντούλη δεν τόπραξε καλά. 

Στέλλα μωρ' Στέλλα, κακιά κοπέλα, πώς τόκανες αυτό; 
παράτησες τον άντρα σου και πήρες δασικό. 

Καρότσα στολισμένη μωρ' Στέλλα, με τέσσερα άλογα 
ήρθαν για να σε πάρουνε Στέλλα, μες τα χαράματα. 

Πάεισαν οι πάπιες, πάεισαν οι χήνες, πάεισαν και οι κλωσσαριές 
τις έφαγε ο δασάρχης μωρ' Στέλλα, τις όμορφες βραδιές.»


Το ζευγάρι κλείστηκε στο σπίτι του, γεννήθηκαν δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, όμως οι Παραμυθιώτες δεν έπαψαν να τραγουδάν το τραγούδι της Στέλλας. 
Δεν έπαψαν να της θυμίζουν την αμαρτία της.

Το λυγερό κορμί της τα υπέροχα ξανθά μαλλιά της, η σεμνή παρουσία της τα δυο παιδιά της δεν μπορούσαν να καλύψουν το ανόμημα της που ήταν η αγάπη.


Η Στέλλα του Κοντούλη έμεινε μέσα μου, σαν μια υπέροχη Μαντόνα, που κάποιοι δεν της συγχώρησαν την αγάπη.
Όσο και αν προσπαθούσαν να την ξεθωριάσουν τίποτε δεν μπορούσε να την μαυρίσει μέσα μου, γιατί ήταν σαν να διάβαζα ένα μυθιστόρημα αγάπης, όπως και στις ταινίες ή όπως στα μυθιστορήματα του "Θησαυρού".

Πολλές τέτοιες αγάπες τότε στην επαρχία σκεπάζονταν από τις οικογένειες μην γίνουν σουργιούνι, όμως τη Στέλλα δεν μπορούσαν να τη συγχωρήσουν, ίσως γιατί ήταν ξένη, ίσως γιατί την έβλεπαν σιωπηλή αλλά ευτυχισμένη.


Ανεβοκατέβαινε τα καλντερίμια της Παραμυθιάς για τα ψώνια της, αλλά σε κάθε έναν ή μια απαντούσε με μια καλημέρα σας ή μια καλησπέρα σας. 

Έτσι σοβαρή έκανε τις δουλειές της.
Ακόμα ίσως δεν της συγχώρησαν που έζησε ένα παραμύθι, σε μια εποχή που η αγάπη ήταν είδος απαγορευμένο και οι γυναίκες που έτυχε να αγαπήσουν ήταν στα:
«Πω, πω, πω, τη γαϊδούρα, πω, πω πω, την πρόστυχη, που δεν έχει τσίπα επάνω της. 
Που ντρόπιασε τον άντρα της ή τον πατέρα της ή το σόι της.»

Τότε άκουσα μια γιαγιά να λέει, αν ένας από το σόι σου κερδίσει ένα τσουβάλι λίρες, εσύ θα μείνεις φτωχός. Αν όμως κάποιος από το σόι βγει κλέφτης ή καμιά γυναίκα παρδαλή, τότε όλο το σόι ντροπιάζεται, τότε λένε το σόι... το τάδε παλιοσόι.

Έμεινε πολλά χρόνια η Στέλλα με τον δασάρχη στη πόλη μας, που σιγά-σιγά έπαψε πια να μιλάει, και βρήκε άλλο θύμα να ασχοληθεί.
Και έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα, που λένε στα παραμύθια.



[2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου