ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟΥ
- Διογένης ο Κυνικός
[Εκδόσεις Γνώση]
Σαν είδε ο Διογένης κάποιον να αποχωρεί από το στάδιο, μαζί με ένα μεγάλο
πλήθος και να μην πατάει καν στη γη, αλλά να τον κρατά ψηλά στους ώμους ο όχλος
κι άλλους να ακολουθούν από πίσω και να
φωνάζουν δυνατά, άλλους πάλι να πηδούν από τη χαρά τους και να σηκώνουν
τα χέρια ψηλά στον ουρανό κι άλλους να του φορούν στεφάνια και ταινίες, μόλις ο
Διογένης μπόρεσε να τον πλησιάσει, τον ρώτησε γιατί γινόταν όλος αυτός ο
θόρυβος γύρω από αυτόν, και τι είχε συμβεί.
Εκείνος τότε του απάντησε: «Νίκησα, Διογένη, στο αγώνισμα του δρόμου των
ανδρών».
– «Ε, και τι είναι αυτό;» έκανε τότε ο Διογένης, «δεν έγινες
δα και πιο έξυπνος, έστω και τόσο δα, από το γεγονός ότι ξεπέρασες όσους
έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα πιο μυαλωμένος από ό,τι πρωτύτερα ούτε
λιγότερο δειλός, ούτε έχεις λιγότερη ταραχή στην ψυχή, ούτε θα χρειαστείς
λιγότερα πράγματα από εδώ και πέρα, ούτε θα έχει η ζωή σου στο μέλλον
λιγότερους πόνους».
– «Σίγουρα όχι» είπε, «είμαι ωστόσο ο πιο ταχύς απ’ όλους τους Έλληνες».
– «Όχι όμως κι από τους λαγούς» είπε ο Διογένης, «ούτε κι από τα ελάφια· κι
αυτά τα ζώα, τα πιο γρήγορα απ’ όλα, είναι συνάμα και τα πιο δειλά, και νιώθουν
φόβο για τους ανθρώπους, για τα σκυλιά, για τους αετούς και ζουν μια ζωή
ελεεινή. Δεν ξέρεις» συνέχισε, «ότι η ταχύτητα είναι σημάδι δειλίας; Συμβαίνει,
δηλαδή, τα ίδια ζώα να είναι ταχύτατα και συνάμα εξαιρετικά δειλά. Ο Ηρακλής,
λ.χ., ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είχε μαζί του τόξα και τα χρησιμοποιούσε
εναντίον εκείνων που το έβαζαν στα πόδια, επειδή ήταν πιο αργός από πολλούς
άλλους και δεν μπορούσε να τρέξει και να πιάσει τους κακούργους».
Εκείνος τότε του είπε ότι «Για τον Αχιλλέα, ο οποίος ήταν
γοργοπόδαρος, ο ποιητής λέει πως ήταν εξαιρετικά θαρραλέος».
– «Και πώς το ξέρεις ότι ήταν γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας; Αυτός δεν μπόρεσε να
πιάσει τον Έκτορα μ’ όλο που τον κυνηγούσε μια μέρα ολόκληρη. Δεν ντρέπεσαι»,
συνέχισε ο Διογένης, «να καμαρώνεις για κάτι στο οποίο είσαι υποδεέστερος από
τα πιο μηδαμινά ζώα; Θαρρώ πως δεν μπορείς να φτάσεις στο τρέξιμο ούτε μια
αλεπού. Όμως πόσο πιο μπροστά από τους αντιπάλους ήσουν;»
– «Πολύ λίγο, Διογένη» είπε εκείνος. «Ώστε λοιπόν έγινες ευτυχισμένος μόλις για
ένα βήμα».
– «Αλλά αυτοί που τρέχαμε είμαστε οι καλύτεροι».
– «Μα και οι κορυδαλλοί πόσο πιο γρήγορα δεν διασχίζουν το στάδιο από σας, έτσι
δεν είναι;»
– «Οι κορυδαλλοί όμως είναι πουλιά» είπε εκείνος,
– «Ωραία» έκανε ο Διογένης” «κι αν το πιο γρήγορο όν είναι
και το πιο καλό, είναι, ίσως, πολύ προτιμότερο να είναι κανείς κορυδαλλός παρά
άνθρωπος, επομένως διόλου δεν πρέπει να νιώθει κανείς οίκτο για τα αηδόνια ή
για τους τσαλαπετεινούς που από άνθρωποι έγιναν πουλιά, καθώς λέει ο μύθος».
– «Εγώ πάντως» είπε εκείνος, «όντας άνθρωπος, είμαι ο πιο ταχύς απ’ όλους τους
ανθρώπους».
– «Ε, και μ’ αυτό; Δεν είναι εύλογο και στα μυρμήγκια κάποιο να είναι πιο ταχύ
από κάποιο άλλο; Λες να το θαυμάζουν αυτό τα μυρμήγκια; Ή δε θα σου φαινόταν
γελοίο αν θα θαύμαζε κανείς ένα μυρμήγκι για την ταχύτητά του; Αν όλοι όσοι
έτρεχαν ήσαν κουτσοί, θα έπρεπε να υπερηφανευόσουν επειδή ξεπέρασες, κουτσός κι
εσύ, κάποιους άλλους κουτσούς;»
Έτσι μιλώντας με εκείνο τον άνθρωπο έκανε ώστε πολλοί από
τους παρόντες να περιφρονήσουν αυτό το πράγμα, κι εκείνος να φύγει γεμάτος
θλίψη και πολύ πιο ταπεινός.
Και δεν ήταν μικρή η υπηρεσία που πρόσφερε στους ανθρώπους: κάθε φορά που
έβλεπε κάποιον, ο οποίος περηφανευόταν χωρίς λόγο και για πράγμα μηδαμινό, πέρα
από κάθε λογική, τον ταπείνωνε λίγο και του αφαιρούσε κάτι από την ανοησία του,
όπως ακριβώς κάνουν και όσοι παρακεντούν ή καυτηριάζουν τα φουσκωμένα και
πρησμένα μέρη του σώματος.
Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Διογένης είδε δυο άλογα δεμένα
μαζί, που άρχισαν ύστερα να χτυπιούνται και να κλοτσούν το ένα το άλλο, και
πολύ κόσμο να στέκεται εκεί γύρω και να τα κοιτάζει, έως ότου το ένα,
αποκαμωμένο, έσπασε την αλυσίδα και το ‘βαλε στα πόδια.
Ο Διογένης πλησίασε τότε το άλογο που έμεινε δεμένο, του πέρασε στο κεφάλι ένα
στεφάνι και το ανακήρυξε Ισθμιονίκη, αφού είχε νικήσει στις κλοτσιές.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε τα γέλια και γενικώς σούσουρο
μεγάλο, κι ήσαν πολλοί εκείνοι που θαύμαζαν τον Διογένη και κορόιδευαν τους
αθλητές, λένε μάλιστα πως ορισμένοι έφυγαν χωρίς καν να πάνε να δουν τους
αθλητές -όσοι είχαν φτωχικά καταλύματα ή ούτε καν τέτοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου