Χέρμαν Έσσε – "Γλώσσα" [1917]
Από την συλλογή Αναγνωστικό
(εκδόσεις ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)
Μια έλλειψη από την οποία ο ποιητής υποφέρει πιο βαριά απ' οτιδήποτε άλλο είναι
της γλώσσας. Κατά καιρούς φτάνει στο σημείο να τη μισεί κυριολεκτικά, να
μαίνεται εναντίον της και να την καταριέται ή πολύ περισσότερο, να αναθεματίζει
τον εαυτό του για το ότι γεννήθηκε για τη δουλειά του, με ένα τέτοιο ελεεινό
εργαλείο.
Με φθόνο σκέφτεται τον ζωγράφο
που η γλώσσα του —τα χρώματα— μιλάει το ίδιο κατανοητά σε όλους τους ανθρώπους
από τον Βόρειο Πόλο μέχρι την Αφρική ή σκέφτεται με φθόνο τον μουσικό που οι
τόνοι του μιλάνε κάθε ανθρώπινη γλώσσα και που πρέπει να τον υπακούνε τόσες
γλώσσες, μεμονωμένες και διαφορετικές, από τη μονόφωνη μελωδία μέχρι την
εκατοντάφωνη ορχήστρα, από το κόρνο μέχρι το κλαρινέτο, από το βιολί μέχρι την
άρπα.
Για ένα πράγμα όμως ζηλεύει ο
ποιητής τον μουσικό ιδιαίτερα βαθιά και κάθε ημέρα: για τo ότι ο μουσικός έχει
τη γλώσσα του μόνο για τον εαυτό του, μόνο για τη μουσική!
Ενώ ο συγγραφέας
πρέπει να χρησιμοποιεί για την καλλιτεχνική δημιουργία του την ίδια γλώσσα, με
την οποία διεκπεραιώνει κανείς δουλειές ή διδάσκει σε σχολείο ή τηλεγραφεί ή
κάνει δίκες.
Πόσο φτωχός είναι ο ποιητής! Δεν
έχει κανένα δικό του όργανο για την τέχνη του, δεν έχει δικό του σπίτι, δεν
έχει δικό του κήπο, δεν έχει δικό του παράθυρο για να βλέπει από εκεί το φεγγάρι.
Τα πάντα πρέπει να τα μοιράζεται
με την καθημερινότητα!
Όταν λέει τη λέξη «καρδιά» και
εννοεί μ' αυτό ό,τι πιο ζωντανό και πιο παλλόμενο υπάρχει στον άνθρωπο, η λέξη
σημαίνει ταυτόχρονα κι έναν από τους μυς του σώματος. Όταν λέει τη λέξη
«δύναμη», πρέπει να κάνει αγώνα με μηχανικούς και ηλεκτρολόγους για την έννοια
της λέξης, που εκείνοι την αντιλαμβάνονται αλλιώς.
Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε
μία και μόνη λέξη που να μην αλληθωρίζει προς μια άλλη πλευρά και που να μη
θυμίζει το ίδιο κιόλας λεπτό ξένες, ενοχλητικές ή εχθρικές παραστάσεις, που να
μην περιέχει συντμήσεις, που να μη θρυμματίζεται επάνω στον ίδιο τον εαυτό της
σαν σε στενούς τοίχους, απ’ όπου έρχεται σαν πνιγμένος αντίλαλος μια φωνή που
στην ουσία δεν αντήχησε.
Αν λοιπόν, κατεργάρης είναι
όποιος προσφέρει περισσότερα απ' όσα έχει, ένας ποιητής δεν μπορεί πότε να
είναι κατεργάρης. Δεν υπάρχει ούτε ένα δέκατο, ούτε ένα εκατοστό απ’ όσα θα
ήθελε να δώσει, και είναι ευχαριστημένος αν ο ακροατής τον καταλαβαίνει έτσι
από μακριά, έτσι παρεμπιπτόντως, έτσι γενικά ή τουλάχιστον δεν τον παρανοεί με
αγροίκο τρόπο στα πιο σημαντικά που εκφράζει.
Περισσότερα απ’ αυτό σπάνια
πετυχαίνει ο ποιητής.
Και παντού όπου ένας ποιητής αποκομίζει έπαινο ή
κατάκριση, παντού όπου έχει επίδραση στους άλλους ή όπου λοιδορείται από τους
άλλους, παντού όπου τον αγαπούν ή τον απορρίπτουν, παντού, δεν μιλάνε για τις
σκέψεις του και για τα όνειρά του καθαυτά, παρά μόνο για το ένα εκατοστό απ’
αυτά που μπόρεσε να περάσει από το στενό κανάλι της γλώσσας και της
περιορισμένης κατανόησης από τον αναγνώστη.
[…. ]
Πρόφερε τη λέξη «Αίγυπτος» και θα ακούσεις μια γλώσσα που θα εξυμνεί τον Θεό με επιβλητικές, χαλκόηχες συγχορδίες,
γεμάτη από την αίσθηση του Αιώνιου και γεμάτη φόβο για το πεπερασμένο:
βασιλιάδες κοιτάζουν με πέτρινα μάτια αδυσώπητα πάνω από εκατομμύρια σκλάβους
και πάνω από όλα και πέρα από όλα δεν βλέπουν παρά πάντοτε τον θάνατο με το
σκοτεινό μάτι.
Ιερά ζώα κοιτάζουν με ακίνητη
ματιά σοβαρά και γήινα.
Λουλούδια λωτού ευωδιάζουν γλυκά στα χέρια χορευτριών.
Ένας κόσμος, ένας αστροφώτιστος ουρανός γεμάτος κόσμους, είναι αυτό το
«Αίγυπτος», μπορείς να ξαπλωθείς ανάσκελα και επί ένα μήνα να μη βλέπεις με τη
φαντασία σου παρά αυτό και μόνο.
Αλλά ξαφνικά σου έρχεται κάτι
άλλο στο νου. Ακούς το όνομα «Ρενουάρ» και χαμογελάς και βλέπεις ολόκληρο τον
κόσμο ν' αναλύεται με στρογγυλές κινήσεις του χρωστήρα ρόδινος, φωτεινός,
χαρωπός.
Και λες «Σοπενχάουερ» και βλέπεις
αυτόν τον ίδιο κόσμο σου, να απεικονίζεται τώρα με χαρακτηριστικά ανθρώπων βασανισμένων,
που σε νύχτες αγρύπνιας έχουν κάνει την οδύνη θεότητά τους και που με σοβαρά
πρόσωπα πορεύονται σαν προσκυνητές σ' έναν μακρύ σκληρό δρόμο, που οδηγεί σ'
έναν ατέλειωτα σιωπηλό, ατέλειωτα πενιχρό, θλιβερό παράδεισο.
Ή σου έρχεται στον νου ο ήχος
«Βαλτ και Βουλτ» και ολόκληρος ο κόσμος Ζαν-πολικά —ευλύγιστος, μαζεύεται γύρω
από μια γερμανική φωλιά στενοκέφαλων, όπου η ψυχή της ανθρωπότητας, χωρισμένη
σε δυο αδέρφια — τον Βαλτ και τον Βουλτ — βαδίζει ανέμελα μέσα από το όνειρο
φόβου μιας παράξενης διαθήκης και από τις ίντριγκες ενός πλήθους σχολαστικών.
Ευχαρίστως συγκρίνει ο αστός τους ονειροπόλους με τους τρελούς.
Ο αστός
διαισθάνεται σωστά, ότι ο ίδιος θα έπρεπε να τρελαθεί αμέσως αν άφηνε τον εαυτό
του να κοιτάξει — όπως κάνει ο καλλιτέχνης, ο φιλόσοφος, ο θρησκευόμενος — μέσα
στο βάραθρο του εσωτερικού εαυτού του. Μπορεί αυτό το βάραθρο να το ονομάζουμε
ψυχή ή Ασυνείδητο ή ό,τι άλλο, απ' αυτό όμως ξεκινάει κάθε κίνηση της ζωής μας.
Ο αστός έχει τοποθετήσει ανάμεσα στον εαυτό του και στην ψυχή του έναν φρουρό,
το Συνειδητό, μια Ηθική και μια Υπηρεσία Ασφαλείας, και δεν αναγνωρίζει τίποτα από
όσα έρχονται απ' αυτό το βάραθρο της ψυχής χωρίς να έχει πρώτα σφραγιστεί απ'
αυτή την Υπηρεσία Ασφαλείας.
Ο καλλιτέχνης όμως κατευθύνει τη
μόνιμη δυσπιστία του όχι εναντίον της χώρας της ψυχής, αλλά ακριβώς εναντίον της κάθε συνοριακής Υπηρεσίας και μπαινοβγαίνει κρυφά ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί,
ανάμεσα στο Συνειδητό και στο Ασυνείδητο, νιώθοντας και στα δυο σαν στο σπίτι
του.
Αν μείνει από την εδώ πλευρά, από
τη γνωστή ορατή πλευρά όπου κατοικεί και ο αστός, τότε τον καταπιέζει ανείπωτα
η φτώχεια όλων των γλωσσών και το να είναι ποιητής, του φαίνεται μια ζωή γεμάτη
αγκάθια.
Αν όμως μείνει από την άλλη
πλευρά, στη χώρα της ψυχής, τότε του νεύουν μαγικά λέξη με τη λέξη όλοι οι
ζωογόνοι άνεμοι, όλα τα αστέρια του τραγουδούν και τα βουνά του χαμογελούν και ο
κόσμος είναι τέλειος κι εκεί, είναι η γλώσσα του Θεού.
Εκεί δεν λείπει καμιά λέξη και
κανένα ψηφίο, εκεί μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, εκεί όλα αντηχούν υπέροχα,
εκεί όλα είναι λυτρωμένα.
[2φΑ]