Μενέλαος Λουντέμης
- "Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους"
- "Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους"
Η αγάπη είναι σαν το νερό που
τρέχει ασυλλόγιστα στους γκρεμούς,
που δε διαλέγει αυλάκι,
δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει,
ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά.
Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει.
Να πεις όχι στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά
σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει.
Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο.
σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει.
Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο.
….
Κείνο που ήθελα πιο πολύ ήταν ν' ακούσω τη φωνή της να
'ρχεται
στ’ αφτιά μου αδύνατη —σαν να 'ρχεται απ' την αιωνιότητα.
Μα η μέρα δε με βοηθάει.
Κυλάει αργά σαν τη βοϊδάμαξα.
0 ήλιος κόλλησε στον ουρανό, δε σαλεύει.
Περνώ και ξαναπερνώ τη γέφυρα και κάτω βράζουν τα νερά.
στ’ αφτιά μου αδύνατη —σαν να 'ρχεται απ' την αιωνιότητα.
Μα η μέρα δε με βοηθάει.
Κυλάει αργά σαν τη βοϊδάμαξα.
0 ήλιος κόλλησε στον ουρανό, δε σαλεύει.
Περνώ και ξαναπερνώ τη γέφυρα και κάτω βράζουν τα νερά.
Θα της πω: «Γλυκιά μου, δεν είναι που με ζάλισε η άνοιξη
κι έκανα αυτές τις τρέλες.
Δεν είναι που τα βράδια εδώ με νανουρίζουν σαν μεθυσμένα παραμύθια.
Είναι που ήρθα εδώ χωρίς τα μάτια μου και δεν ξέρω τι να κάνω.
Είναι που η μοσκοβολιά της νεραντζιάς με πήρε στο κατόπι,
και κοιμάται κάθε νύχτα στο μαξιλάρι μου,
και ραίνει τους δρόμους που περνώ.
Σου μιλώ. Ναι, εγώ είμαι που σου μιλώ.
Έχω το τηλέφωνο κάτω απ' το στόμα μου κι είναι σαν να μου μιλάς εσύ,
κρεμασμένη απ' το λαιμό μου.
Μην τρομάζεις... Αυτός που σ' αγαπά είμαι.
Ναι, εγώ.
κι έκανα αυτές τις τρέλες.
Δεν είναι που τα βράδια εδώ με νανουρίζουν σαν μεθυσμένα παραμύθια.
Είναι που ήρθα εδώ χωρίς τα μάτια μου και δεν ξέρω τι να κάνω.
Είναι που η μοσκοβολιά της νεραντζιάς με πήρε στο κατόπι,
και κοιμάται κάθε νύχτα στο μαξιλάρι μου,
και ραίνει τους δρόμους που περνώ.
Σου μιλώ. Ναι, εγώ είμαι που σου μιλώ.
Έχω το τηλέφωνο κάτω απ' το στόμα μου κι είναι σαν να μου μιλάς εσύ,
κρεμασμένη απ' το λαιμό μου.
Μην τρομάζεις... Αυτός που σ' αγαπά είμαι.
Ναι, εγώ.
Ξέρω μια φορά, πως τούτη τη στιγμή πιάσαμε όλον τον αέρα,
εγώ κι εσύ...
Αν πάει κανείς και βάλει τ' αφτί του σε μια κολόνα, θα την ακούσει
να βουίζει σαν να περνούν από μέσα της ζεστοί χείμαρροι.
Είμαστε εμείς οι δύο μοναχά τώρα.
Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει.
Λέμε "γέφυρα" κι εννοούμε αγάπη.
Λέμε "μεσημέρι", λέμε "εφημερίδα", "παιδί"... λέμε "θάλασσα",
εννοούμε αγάπη..
Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Τα πουλιά και τα ελάφια...
Κι εγώ τώρα, ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι.
Μα μια φορά ό,τι και να είμαστε, ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη.
Κι αν δεν είναι έτσι, τότε αυτό θα πει ότι αγάπη δεν υπάρχει,
κι ότι χάσαμε το δρόμο... …..
εγώ κι εσύ...
Αν πάει κανείς και βάλει τ' αφτί του σε μια κολόνα, θα την ακούσει
να βουίζει σαν να περνούν από μέσα της ζεστοί χείμαρροι.
Είμαστε εμείς οι δύο μοναχά τώρα.
Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει.
Λέμε "γέφυρα" κι εννοούμε αγάπη.
Λέμε "μεσημέρι", λέμε "εφημερίδα", "παιδί"... λέμε "θάλασσα",
εννοούμε αγάπη..
Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Τα πουλιά και τα ελάφια...
Κι εγώ τώρα, ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι.
Μα μια φορά ό,τι και να είμαστε, ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη.
Κι αν δεν είναι έτσι, τότε αυτό θα πει ότι αγάπη δεν υπάρχει,
κι ότι χάσαμε το δρόμο... …..
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου